Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;;;

H παράδοση θέλει τη νεαρή γοργόνα να ξεπετάγεται από το ακύμαντο πέλαγος και να ρωτά ‘Ναύτη, ε καλέ ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;’. Και ο Ναύτης φοβισμένος της απαντά ‘Ζει και βασιλεύει’. Ήρεμη επιστρέφει στο παγωμένο βάθος του ωκεανού με πλατύ χαμόγελο προσδοκίας και περιμένει. Μα οι μέρες και οι νύχτες περνούν και το σκοτάδι απλώνεται πάλι παγωμένο και η ζέση του χαμόγελου εξασθενεί. Ακολουθεί πάλι της καρδιάς της το γνωστό ρυθμό και ανεβαίνει στα ανοιχτά. ‘Ναύτη, ε καλέ Ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος’ ξαναρωτά. Και πάλι ο ναύτης, ίδιος ή διαφορετικός, μικρή η σημασία, ο ναύτης πάντως που εκείνη τη στιγμή περνά της ξαναφέρνει το χαμόγελο στα χείλη. Μα το χαμόγελο δεν είναι πια το ίδιο δυνατό. Στο πρώτο φύσημα του ανέμου ριγεί και κρύβεται για να προστατευτεί. Μη το δει ο αγέρας και το αρπάξει βίαια στου ουρανού τα ύψη.

Και περιμένει η γοργόνα το βασιλιά της, και όλο και λιγότερο ανεβαίνει πια στων κυμάτων τις κορδέλες. Περιμένει και αφουγκράζεται της θάλασσας τους ψιθύρους, τις φωνές, τα γέλια, τις σιωπές. Μα τα βήματα του επισκέπτη της πουθενά. Τριγυρνά απελπισμένη, βυθισμένη στης απογοήτευσης το πέπλο και αρχίζει σιγά σιγά να υφαίνει το δικό της, όπλο ενάντια στην παγωνιά που απειλητικά την κυκλώνει.

Τυλίγεται αργά και μεθοδικά στο πέπλο το δικό της και περιμένει. Μα της προσμονής το βάλσαμο ξεχνιέται γιατί αργεί και γίνεται εικόνα θολή που μένει κάπου στην άκρη του ονείρου της γιατριάς που η αγάπη απλόχερα προσφέρει.

Αποκοιμιέται η γοργόνα κάτω από τη σκέπη του πέπλου της και όλο και λιγότερο εμφανίζεται. Και όσο πιο φωτεινός είναι ο ήλιος τόσο πιο βαθιά κρύβεται να μη τη δουν του ναύτη του περαστικού οι οφθαλμοί και απορήσουν με την τόση αδυναμία, με την τόση ασχήμια της στέρησης που βιώνει. Και μόνο μερικές, ελάχιστες φορές την ώρα που το φεγγάρι σεργιανίζει και οι ναύτες αποκοιμιούνται στην κουπαστή, ανασηκώνεται λίγο και σπρώχνει με αγάπη τη φωνή της στου ναύτη το αυτί. Σιγανά πάλι τον ρωτά μα απόκριση δεν παίρνει. Γιατί ο ναύτης κοιμάται, κοιμάται βαθιά χωρίς την αγωνία καμιάς προσμονής να ταράζει του ύπνου του τη γλύκα. Και όμως είναι η απουσία της απάντησης τόσο λυτρωτική.

Γιατί άραγε αναρωτιέται κανείς; Δεν είναι πολύ μεγαλύτερο το βάσανο της αναπάντητης ερώτησης; ‘Όχι δεν’, μας απαντά η γοργόνα. Γιατί είναι πολύ μεγαλύτερη η δύναμη της ερώτησης που όταν δεν απαντάται για χάρη ευκολίας από περαστικούς επιτρέπει στον εαυτό της να μην παραμένει ρητορική αλλά ζωντανή και να ψάχνει την απάντησή της την αληθινή.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί η γοργόνα στα παραμύθια πλησιάζει τους ναυτικούς την ώρα που κοιμούνται μα μεγαλώνοντας κατάλαβα. Γιατί είναι πραγματικά θαρραλέα και θέλει μόνη της να απαντήσει. Όταν το αποφασίσει. Και να μην έχει δεκανίκια ούτε πρόχειρες, κεκαλυμμένες απαντήσεις. Ή μάλλον τώρα που το ξανασκέφτομαι γιατί η γοργόνα ξέρει ότι η ομορφιά των απαντήσεων κρύβεται στη δύναμή τους να εμφανίζονται μόνες τους, από το μέσα σου, από της ψυχής σου το φως και όχι να δίνονται έτοιμες εκ στόματος άλλων.

Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία που μας οδηγεί να φεύγουμε από της ψυχής μας την αλήθεια προς αναζήτηση της ‘αλήθειας’ που οι άλλοι, οι έμπειροι, οι περπατημένοι, οι δοκιμασμένοι ταξιδευτές μας προσφέρουν. Μιας ‘αλήθειας’ που βοηθά στην κοίμιση του πνεύματος, στην αποδυνάμωση της επιθυμίας της δικής μας και στην σιγουριά ότι η πεπατημένη οδός δε θα μπει σε τρικλοποδιές άλλων διαδρομών που παρεκλίνουν από τα ίχνη των δοκιμασμένων συνταγών.

Και σε αυτούς που τολμούν ή τουλάχιστον αναρωτιούνται λίγο πιο έντονα και επιμένουν στις ερωτήσεις τους δίνονται οι απαντήσεις που θέλουν να ακούσουν. Και έτσι η φυσική τάξη των πραγμάτων, αυτή που έχει παγιωθεί και δεν πρέπει προς θεού να αμφισβητείται, πάλι παγιώνεται. Γιατί όσο μπαίνεις σε διαδικασία προσμονής, ασυνείδητα, από συνήθεια ή μιμητισμό ακολουθείς τα βήματα των άλλων με την ψευδαίσθηση ότι δεν αλλοιώνεσαι, ότι δεν αφήνεσαι, ότι δεν ξεχνάς. Γιατί έχεις ακούσει αυτό που θες. Και το περιμένεις και παίρνοντας δύναμη από αυτό γίνεσαι όλο και πιστός ακόλουθος των βημάτων των άλλων.

Μα τα πέπλα που υφαίνεις για να ζεσταθείς γίνονται ασήκωτα και βουλιάζεις και όταν το φεγγάρι έρχεται χάνεσαι και εσύ στου ύπνου το βαθύ σκοτάδι γιατί είναι το μόνο καταφύγιο από το βάρος το ασήκωτο της ανεκπλήρωτης προσμονής.

Αν , όμως , αν, δεν κοιμηθείς ένα μονάχα βράδυ και την ώρα που σουρουπώνει ανοίξεις της ψυχής σου τα ασφαλισμένα παραθύρια και αφήσεις τη φωνή σου να εκφραστεί τότε η ερώτησή σου θα πετάξει απελευθερωμένη από τις φοβίες σου, χωρίς κρίκους και αλυσίδες και θα ταξιδέψει στα πέρατα της γης, συντροφιά με την τόλμη της εξερεύνησης, της χάραξης της δικής σου πορείας. Θα προσπεράσει τα στόματα τα πρόθυμα να την τελειώσουν και να την ολοκληρώσουν οδηγώντας τη στης λήθης τη χώρα και θα αφεθεί στης ζωής τη δύναμη την μοναδική και αληθινή. Τη δύναμη που κρύβεται σε αυτό που δίνει ζωή, που ενώνει αυτά που προορίζονται να ενωθούν, που δημιουργεί το όλον από το δέσιμο των ημίσεων, που αυταπαντάται και για αυτό ολοκληρώνεται.

Η γοργόνα ξέρει ότι ο βασιλιάς της πάντα θα ζει μέσα της στο εδώ και στο εκεί, στο τώρα, και στο αύριο, το ξέρει όπως ξέρει και ότι δε θα την αφήσει ποτέ να ‘κοιμηθεί’. Δεν ξέρει γιατί δεν την πήρε μαζί του από τότε στο αστρικό του ταξίδι αλλά ξέρει ότι την περιμένει. Δε θα πάει αυτός να τη βρει, δε θα την επισκεφτεί απλά για λίγο ούτε και θα την πάρει από το χεράκι να της θυμίσει το δρόμο της επιστροφής. Θα την αφήσει μόνη της να απεγκλωβιστεί από της συνήθειας το στείρο βόλεμα. Γιατί μόνο τότε μπορούν πραγματικά να είναι μαζί. Τη δυσκολεύει λίγο ναι γιατί οι έτοιμες απαντήσεις, οι ευκαιριακές ερμηνείες και οι ψεύτικες εικόνες καραδοκούν στις γειτονιές του ωκεανού της ζωής της. Και απλώνουν την παγωνιά του καθησυχασμού. Μα ξέρει ο βασιλιάς Αλέξανδρος ότι ψυχή που δε θέλει δε θα κοιμηθεί. Και όσα εμπόδια και να συναντήσει θα βρει το δρόμο της επιστροφής. Της επιστροφής σε αυτό που ξέρει ότι μπορεί να έχει ζήσει ή να ονειρευτεί ότι μπορεί να ζήσει.

Σε αυτό το όνειρο βρίσκεται το μεγαλείο της επιστροφής...Μια ερώτηση ακόμα ίσως; Μήπως ο βασιλιάς κουραστεί κάποια στιγμή και αποκοιμηθεί αφήνοντας το όνειρο να πέσει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν; Μήπως; Μα και πάλι σκέφτεται η γοργόνα, όνειρο που υποκύπτει στου χρόνου τους φραγμούς πόσο όνειρο είναι; Και αφήνεται στης ζωής το αναπάντεχο συναπάντημα που θα αφήσει το όνειρο να αποκαλυφθεί. Αν είναι, αν υπάρχει, αν γεννιέται ή έχει ήδη γεννηθεί, αλλιώς ας κρυφτεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου