Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η «Αργώ», οι Συμπληγάδες και το περιστέρι

Η «Αργώ», οι Συμπληγάδες και το περιστέρι

dove-893526_1920


Ανοίγοντας το αντίστοιχο λήμμα στη Βικιπαίδεια αναφορικά με τον ορισμό «Συμπληγάδες Πέτρες», ενημερώνεσαι ότι στη μυθολογία οι Συμπληγάδες «φέρονταν ως δύο πολύ μεγάλοι βράχοι προ θαλάσσιου στενού (διαύλου), που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς, έτσι ώστε να ήταν αδύνατο το ασφαλές πέρασμα ενός πλοίου». Το πρώτο πλοίο που κατάφερε τελικά τον ασφαλή διάπλου ήταν το πλοίο «Αργώ» με τους Αργοναύτες, που με τη βοήθεια της θεάς Ήρας, πιθανότατα αφού έχασε την πρύμνη του (κατ’ άλλους την πλώρη του) κατάφερε το μέχρι τότε ακατόρθωτο. Συγκεκριμένα, ο Φινέας συμβούλευσε να αφήσουν πρώτα ένα περιστέρι να περάσει ανάμεσα, όπως και έγινε. Οι βράχοι έκλεισαν πίσω από το περιστέρι, που έχασε μόνο κάποια φτερά της ουράς του, και όταν ξανάνοιξαν, η «Αργώ» πέρασε με τους Αργοναύτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Από τότε, οι δύο βράχοι ακινητοποιήθηκαν».
Η ερμηνεία που έχει δοθεί στο μύθο των Συμπληγάδων κατέχει πολυποίκιλη φύση, μια και εκτείνεται από την καθαρή επιστημονική ως και την μυθολογική / παραφυσική. Μα ο τρόπος χρήσης του μύθου είναι κοινός, παρά την φθοροποιό κατά κοινή ομολογία ιδιότητα του εν κινήσει χρόνου που προχωρά ανηλεώς. Οι Συμπληγάδες Πέτρες παραμένουν το σύμβολο του ακατόρθωτου. Είναι ο ορισμός που καθρεφτίζει το βαθμό ανυπέρβλητης κατά την πρώτη ματιά τουλάχιστον δυσκολίας. Και έτσι κάθε φορά που κάποιος κατορθώνει να πετύχει το εν πρώτοις ακατόρθωτο, νιώθει σαν τον Ιάσονα και τους συντρόφους του, δυνατός και ικανοποιημένος από την νίκη της ανθρώπινης εξυπνάδας έναντι της φυσικής δυσκολίας. Το περιστέρι είναι η προνόηση που προβλέπει με ακρίβεια το χώρο και χρόνο της σωστής στρατηγικής κίνησης. Και ο Φινέας είναι η γνώση που έχουμε μέσα μας για την αλάθητη δύναμη της πρόβλεψής μας.
Σκεφτόμουν πόσο φυσική μπορεί να θεωρηθεί η δυσκολία που συμβολίζουν οι Συμπληγάδες του σήμερα. Όχι δεν είναι Φυσική. Κατασκευασμένη είναι από τους φόβους μας, τις φοβίες μας, την αμάθειά μας, την διόγκωση της ανεργίας, την έλλειψη ελπίδας. Το περιστέρι στις Συμπληγάδες των μαθητικών εξετάσεων είναι η συνεργασία, το σκονάκι, το περισσότερο και αναλυτικότερο διάβασμα. Το περιστέρι στις Συμπληγάδες του εθνικισμού είναι ο εθνισμός, η πάταξη του τυφλού εγωισμού και της περιφρόνησης άλλων πολιτισμών, και η συνύπαρξη και παράλληλη εξέλιξη του πολιτισμού μας μαζί με άλλους. Δημιουργία ιδανικών, εμφύσηση της πίστης, κατασκευή μεθόδων και τεχνικών μπορεί να γίνουν τα περιστέρια μας, κάθε φορά που νιώθουμε ότι οι Συμπληγάδες ορθώνονται απειλητικά απέναντι σε κάθε κουπί που πάμε να τραβήξουμε.
Και αν για κάθε πούπουλο που χάνουμε φυτεύουμε ακόμα πιο βαθιά τη ρίζα της ελπίδας, τότε δε θα χάσουμε το δρόμο. Τώρα που τα αποδημητικά ξενιτεύονται με ταχύτατους ρυθμούς για τις χώρες των Χρυσόμμαλων δερών, τώρα είναι καιρός να γεννηθούν κάποια περιστέρια ακόμα… για τη χώρα αυτή που ακόμα λέγεται Ελλάδα και που ακόμα γεννάει και ανατρέφει Αργοναύτες, που δεν δειλιάζουν να ναυλώνουν την Αργώ αρκεί να ξέρουν ότι θα έχουν πάντα την αφετηρίας τους να τους περιμένει στην επιστροφή.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Ο Άλι από τη Σενεγάλη

Ο Άλι από τη Σενεγάλη

african-american-997244_1280


Πέμπτη απόγευμα γύρω στις 6.00 μ.μ. Πλατεία Νέας Σμύρνης, πολύβουο μελίσσι. Σκοτεινό ακόμα το πολιτιστικό κέντρο «Γαλαξίας», μια και οι εκδηλώσεις ξεκινάνε συνήθως κατά τις 7.00, απ’ ό,τι σε ενημερώνει η τοιχοκολλημένη απ’ έξω μέσα στη βιτρίνα αφίσα. Απέναντι από την είσοδο του «Γαλαξία» το suis generis μπιστρό με τα cupcakes και τις σπιτικές λεμονάδες, ενώ ακριβώς στην αντίπερα όχθη της πλατείας παραταγμένα τα καφέ που αποτελούν τα στέκια της εν αναβρασμώ νεολαίας. Μαμάδες με καροτσάκια, νεαρές άρτι αφιχθείσες από το γυμναστήριο με την αθλητική τους περιβολή, ζευγάρια απροσδιορίστου ηλικίας πιασμένα από το χέρι, απορροφημένα στο δικό τους μικρό κόσμο της δικής τους μοναδικής συζήτησης. Ζηλεύεις; Ναι, ίσως λίγο ζηλεύεις. Μα όχι κακότροπα και μοχθηρά. Ζηλεύεις με αυτή τη ζήλεια που πλημμυρίζει τη γεμάτη πόθο καρδιά για επικοινωνία και σκέφτεσαι τι τυχεροί που είναι οι άνθρωποι όταν την έχουν.
Θα αναρωτηθείς ίσως εσύ τώρα αγαπημένε μου αναγνώστη: Μα καλά; Εσύ; Εσύ δεν την έχεις; Ξέρεις τι δεν έχω και το καταλαβαίνω τώρα; Τώρα που κοιτώ αυτούς τους ανθρώπους πιασμένους χέρι με χέρι; Δεν έχω το χρόνο –ακόμα και αν το έχω– να το χαρώ. Μα γιατί; Γιατί είμαι βλάκας. Είμαι ένας βλάκας που τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ να γεμίσω όλα αυτά τα κουτάκια που ανοίγουν τα Πρέπει της καθημερινότητάς μου. Γι’αυτό. Γι’αυτό και σήμερα έκανα κοπάνα. Έκανα μια μικρή κοπάνα από αυτόν τον αγώνα δρόμου και πριν γυρίσω σπίτι σταμάτησα στην πλατεία. Έτσι για αυτά τα 5 λεπτά του δικού μου κόσμου. Του κόσμου που γεμίζει από την επικοινωνία με την πλατεία την ίδια που ξυπνά και κοιμάται εδώ δίπλα στο γραφείο, το χώρο που περνώ τη μισή μου μέρα. Την πλατεία που η καρδιά της χτυπά και αναζητά τη ζεστασιά των θαμώνων της. Την πλατεία που μπορεί να μου χαρίσει το ταξίδι σε αυτόν τον κόσμο τον φανταστικό της έλλειψης άγχους, που κάθομαι με παρατηρώ και μου μιλώ σε β’ πρόσωπο ενικό.
Κάθεσαι και χαζεύεις λοιπόν. Εκεί κάπου στη μέση, δίπλα στο σιντριβάνι, ανάμεσα στις δύο πλευρές της πλατείας. Χαζεύεις. Τα λαμπερά από τη χαρά της νιότης κορίτσια ή αγόρια, παρέες σε δυάδες ή τριάδες περαστικές που αφήνουν το έντονο γέλιο ή την ηχώ της φωνής τους από τις ζωηρές συζητήσεις τους. Το βλέμμα ρουφά τη ζωή που χύνεται υπερβολικά γύρω σου σα ρέον νερό και αναπνέεις. Αναπνέεις και ξεχνιέσαι για λιγο. Φεύγει σιγά σιγά η κλεισούρα του γραφείου που ω τι σύμπτωση σε κράτησε και σήμερα λίγο παραπάνω από το συνηθσιμένο. Φεύγει η βαριά πλάκα που είχε πάλι στρογγυλοκαθίσει απρόσκλητη μέσα σου κάποια στιγμή εκεί γύρω στις 3.00 που κλείστηκες στην αίθουσα συνεδριάσεων για να βάλεις δυο μπουκιές από το φαγητό που κουβαλάς στο ταπεράκι σου κάθε μέρα. Βαρέθηκες να τρως από ταπεράκια. Βαρέθηκες να τρως μόνος, μέσα στο άγχος να προλάβεις στο μισάωρο διάλλειμα φαγητού που προβλέπεται από τους εργασιακούς άτυπους κανόνες να καταλαγιάσεις την πείνα σου, να πάρεις ενέργεια και να προλάβεις κακήν κακώς να χωνέψεις, για να επιστρέψεις στο γραφείο και να συνεχίσεις την ολοκλήρωση του έργου, του υπολογιστικού φύλλου ή της έρευνας των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στους λογαριασμούς των αποθανόντων συνταξιούχων.
Και εκεί την ακούς… τη φωνή ενός ψηλού κατάμαυρου, γυαλιστερού άντρα «θέλει; Βραχιόλια, κοκαλλάκια; Έχω και γυαλιά»… χαμογελάς κατευναστικά «όχι δε θέλω σε ευχαριστώ»
Και το βλέμμα του τόσο λαμπερό όσο και το χαμόγελο σε τραβά να κοιτάξεις την πραμάτεια του την απλωμένη στο ταμπλό που κουβαλά: «να, να διάλεξε» και σου δείχνει βραχιολάκια «8 ευρώ, μόνο 8 ευρώ» και έτσι απλά ο διάλογος συνεχίζεται.
art-1219118
«8 ευρώ; Πολλά τα 8 ευρώ…»
«Πάρε, πάρε ζίκου ζίγκου και θα δεις. Είναι βραχιόλι τύχης, θα δεις.»
«Δηλαδή με 8 ευρώ αγοράζω την τύχη μου; και εσύ; Εσύ που τα έχεις και τα πουλάς έχεις την τύχη μαζί σου;»
«Εγώ; Εγώ τυχερός που είμαι εδώ.»
Και κείνη την ώρα κατακεραυνώνεσαι. Τυχερός που είναι εδώ, στην πλατεία. Μια πλατεία ενός προαστίου πολυπληθούς στα Νότια της Αττικής. Ξένος μέσα σε ξένους, πωλητής του δρόμου και όμως τυχερός. Που δεν ξέρει τι θα πουλήσει και πότε. Δεν ξέρει πόσα θα βγάλει το μήνα, δεν ξέρει ποιος ή τι μπορεί να τον δυσκολέψει. Και ξαφνικά σπλας πέφτει το νερό πάνω σου και ξυπνάς. Ξυπνάς από το λήθαργο της κούρασης, της κόπωσης της ψυχικής. Και συνεχίζεις.
«Πώς σε λένε; Πού μένεις; Εδώ; »
«’Αλι. Ομόνοια μαζί με φίλους».
«Και εδώ είναι το στέκι σου; Εδώ είναι το σημείο που πουλάς; Από πού είσαι; Πόσα χρόνια είσαι Ελλάδα;»
«7. Από Σενεγάλη».
«Αχά ο Άλι από τη Σενεγάλη. Λοιπόν Άλι 5 ευρώ έχω πάνω μου. Να πάρω ένα πώς το είπες;»
«Ζίκου, ζίγκου»
«Τι σημαίνει αυτό;«Ζ»
«Στα Αφρικάνικα καλή τύχη και υγεία».
Και έτσι διαλέγεις ένα μπλε και το φοράς. Βραχιόλι μακρύ με μαγνητάκια μαύρα προς γκρι που κολλάνε μεταξύ τους και μπλε πέτρες. Χαιρετάς τον Άλι, το φοράς, ξαναρίχνεις μια ματιά στην πλατεία και φεύγεις. Επιστρέφεις στ’αμάξι και παρατηρείς το χέρι που κρατά το τιμόνι πιο ανάλαφρα. Κάπως είσαι, κάπως νιώθεις. Πιο ανάλαφρα, πιο καλά, πιο τυχερά;
Το βράδυ ψάχνεις στο google να βρεις το ζίκου ζίγκου στ’ Αφρικάνικα. Δε βρίσκεις κάτι χειροπιαστό. Χαμογελάς μπροστά στην οθόνη του google translate. Τι λέγανε παλιά; Η τύχη πάει με τους τολμηρούς; Όχι φίλοι μου αγαπημένοι. Η τύχη πάει με τους ελπίζοντες. Η τύχη πάει με τον Άλι από τη Σενεγάλη που δεν ξεχνά να εκτιμά αυτό που έχει.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Γεωργού παις κοχλίας ώπτει




Γεωργού παις κοχλίας ώπτει


escargot-925593_1920
Ο τίτλος δανεικός από την εναρκτήρια φράση μύθου του Αισώπου. Και για όποιους δεν τολμούν τον πειραματισμό απόδοσης του νοήματος στη Νεοελληνική γλώσσα, από φόβο μήπως μέσα στην παραζάλη που προκλήθηκε από τις δηλώσεις του επίσημου εκπροσώπου αυτού που ονομάζουμε Παιδεία, του ορισμένου ως Υπουργού Παιδείας μας, θεωρηθούν «παρά φύσιν» υπάρξεις, μια και χαρακτήρισε την παραπάνω σε ώρες διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών σε σύγκριση με αυτές της  Νέας ελληνικής, ως «παρά φύσιν» διδασκαλία, προχωρώντας σε διαταγή μείωσης των ωρών διδασκαλίας τους από τον επερχόμενο Σεπτέμβριο, επιβεβαιώνω το νόημα «παιδί γεωργού ψήνει σαλιγκάρια».
Ο γιος του γεωργού λοιπόν έψηνε σαλιγκάρια και ακούγοντάς τα να τραγουδούν, γύρισε γεμάτος απορία προς τα σαλιγκάρια και είπε: Κάκιστα ζώα, καίγεται το σπίτι σας και εσείς τραγουδάτε;
Δεν ξέρω αν θυμάστε αλλά κάθε φορά που ακούμε ή διαβάζουμε ένα Αισώπειο μύθο ή ένα παραμύθι διδακτικό, συνηθίζεται να διερευνάμε το νόημά του, δηλαδή τη διδαχή του. Κάτι μας αφήνει, κάτι θέλει να μας πει. Συνήθως δε επικρατεί η ελπίδα ότι το καλό πάντα νικάει το κακό και επικρατεί. Ο μύθος για το γιο του γεωργού και τα σαλιγκάρια θέλει να πει αυτό που μετά η λαϊκή σοφία εξέφρασε για τον κολιό και τον Αύγουστο. Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο. Αξιοκατάκριτο κάθε τι που γίνεται παράκαιρα. Είναι δυνατόν τα σαλιγκάρια να τραγουδούν ενώ πεθαίνουν;
Και όμως είναι. Και αν πας στην Κρήτη και βρεθείς στην κουζίνα την ώρα που τσιγαρίζουν σαλιγκάρια (η επιλογή του νησιού από συνήθεια, μια και η Κρήτη είναι ο κατεξοχήν τόπος μαγειρέματος και γευστικής απόλαυσης των σαλιγκαριών), θα ακούσεις πάλι τους κοχλίες να άδουν ή νεοελληνιστί τα σαλιγκάρια να τραγουδούν!
Γιατί; Λειτουργούν παρά φύσιν; Τραγουδούν ενώ πεθαίνουν; Πώς; Δεν φοβούνται το θάνατο; Δεν τρομάζουν στην ιδέα απώλειας της ζωής τους; Ε λοιπόν όχι. Δεν έχουν συναίσθηση του τι τα περιμένει, για αυτό και τραγουδούν. Αν είχαν συναίσθηση δε θα τραγουδούσαν. Μήπως όμως και ξέρουν και μπορούν να τραγουδήσουν το μοιρολόι τους; Δύσκολος ο διαχωρισμός τραγουδιού και θρήνου, αλλά ίσως όχι και ανέφικτος. Μπορεί αυτό που εμείς θεωρούμε τραγούδι χαράς, για αυτά να είναι ο θρήνος αποχαιρετισμού της ζωής τους. Μπορεί όμως να είναι και το τραγούδι τους η έκφραση της χαράς τους, που ο θάνατός τους έχει τουλάχιστον σκοπό ύπαρξης. Όπως και να χει, η φύση των κοχλιών είναι συνυφασμένη με το τραγούδι την ώρα που πεθαίνουν.
Ο Αίσωπος ήθελε να μοιραστεί με τον κόσμο την πίστη του, ότι κάθε τι έχει το χρόνο του. Η φύση το αποδεικνύει. Το δίδαγμα ισχύει. Αλλά τι ισχύει αν αυτό που η φύση θεωρεί φυσικό, κάποιος έτερος κοχλιός μπορεί –αν επιλέξει– να το θεωρήσει παρα-φυσικό; Η ελευθερία έκφρασης ενδυναμώνει κάθε μυαλό να πει αυτό που ο ίδιος θεωρεί φυσικό. Μήπως όμως αντιπαρατιθέμενος σε αυτό που η φύση επιτάσσει, γίνεται ο ίδιος παρά-ταιρο παρα-φυσικό κομμάτι; Σκέφτομαι βέβαια ότι η φύση της εποχής του Αισώπου έχει αλλάξει. Η φύση σήμερα είναι εμβολιασμένη με τις παρεμβάσεις μας. Σήμερα τρώμε καρπούζι το χειμώνα. Σήμερα οι εποχές έχουν μπερδευτεί και έχουν σπάσει σε κομμάτια ενός παζλ κατασκευασμένου από την περιβαλλοντική μόλυνση, τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τους τρόπους κατασκευής συνθηκών ζωής σε άλλους πλανήτες, την διεύρυνση των ορίων ανοχής, τον υπερβάλλοντα ζήλο υιοθέτησης της ταυτότητας του ελευθεριάζοντα νου εις βάρος του παραδοσιακού και στενόμυαλου, την ορμή γκρεμίσματος και αποκαθήλωσης κάθε παλιάς συνήθειας ή πεποίθησης. Σήμερα η φύση δεν δύναται να ξέρει τι είναι Φυσικό ή τι είναι παρά φύσιν, τι είναι ενάντιά της δηλαδή. Αλλά οι εκάστοτε κοχλιοί υιοθετούν χαρωπό ή λυπητερό τραγούδι, προσπαθώντας φευ να επιδείξουν αυτοί στη Φύση το παρά-φύσιν… ιλαρό; κωμικοτραγικό; ουδέτερο; Σκέφτομαι πάλι ότι η φύση των κοχλιών του μύθου, είναι συνυφασμένη με το τραγούδι την ώρα που πεθαίνουν. Και έτσι η φύση των λοιπών κοχλιών της κοινωνίας είναι συνυφασμένη με τα παρά-φύσιν αποφθέγματά τους.
Και εμείς οι λοιποί που κάποια στιγμή εγκλωβιστήκαμε μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα φυσικού και παραφυσικού, μέσα στον αποπροσανατολισμό και στη δυσκολία οριοθέτησης του παράκαιρου, μέσα στη φοβία του απόλυτου και στην επιτασσόμενη ψευδεπίγραφη ασφάλεια του σχετικού, εμείς πώς μπορούμε να ορίσουμε τη φύση μας; Και να μην την απολέσουμε άπαξ και τη βρούμε;
Εμείς αλήθεια, τώρα που καίγονται τα θεμέλια του σπιτιού μας, τι επιτάσσει η απολεσθείσα φύση μας να κάνουμε; Με τι είναι συνυφασμένη η απολεσθείσα φύση μας; Τραγουδάμε; Θρηνούμε; Μουρμουρίζουμε; Σιωπούμε. Αυτό κάνουμε. Σιωπούμε μέσα στο παζλ των λέξεων που έσπασαν θρύψαλα και έχασαν τη φωνή τους. Σιωπούμε μέσα στην εκκωφαντική απουσία της πυξίδας της Φύσης.

tetartopress.gr/γεωργου-παις-κοχλίας-ωπτει