Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Πώς με λέω;;;;;;


Μια σκέψη για την πρώτη ιεραρχικά πράξη φασισμού στο είναι μας

Δεν ξέρω αν το όνομα σημαίνει κάτι. Ίσως για τους γονείς ή για το νονό αφού συνήθως από πλευράς τους επιλέγεται. Για το άτομο όμως που το φέρει, συνήθως όχι. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα βάρος που του φορτώθηκε από το παρελθόν του, αυτό που χωρίς να ορίζει βρήκε και προσπαθεί στην πορεία του να το οικειοποιηθεί ερμηνεύοντάς το με τον τρόπο που του κάνει περισσότερο.
Είναι το όνομα το πρώτο ίσως εισιτήριο της θνητής μας ζωής που παίρνουμε δωρεάν – στην αρχή τουλάχιστον γιατί αργότερα το αντίτιμο είναι μεγάλο. Αναπόφευκτο το κοστολόγιο του να αναγκάζεσαι να αγαπάς κάτι που δεν έχεις καν προλάβει να επιλέξεις.
Ανοίγοντας τα μάτια μας σε αυτό το πρώτο μας ξύπνημα στο παρθενικό πρωινό της ζωής μας, πρώιμα αποκτά ο εαυτός μας ταυτότητα ονομαστική πριν τη μαθητεία του σε αυτό που αργότερα ανακαλύπτει ως διαδικασία...να μάθει να αγαπάει την ταυτότητά του και σταδιακά να την πλάθει.
Δεν ξέρω λοιπόν αν το όνομα σημαίνει κάτι. Για μας αλλά και για τους άλλους, αυτούς που μας ξέρουν και μας υποδέχονται αλλά και αυτούς που μας μαθαίνουν αργότερα.
Ξέρω όμως ότι το όνομα είναι η πρώτη μεγάλη μας δοκιμασία στην λόγω υποχρέωσης επιβολή της αγάπης, στην εκ των ουκ άνευ αγάπη. Στην αγάπη που δοκιμάζεται σκληρά κάθε λεπτό και κονταροχτυπιέται, μάχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ‘ιό’ της αμφισβήτησης γιατί δεν βασίζεται σε προσωπική επιλογή, δε στηρίζεται σε προσωπική αρέσκεια που δύσκολα αυτοαναιρείται. Γιατί πώς μπορείς να λες ότι αγαπάς κάτι που δε διάλεξες;
Η αγάπη θέλει πάθος, θέλει εμμονή, θέλει έντονο το αίσθημα της δέσμευσης της προσωπικής, θέλει προσωπική ελευθερία. Και όμως αγαπάμε – λέμε – αγαπάμε όλο τον κόσμο γιατί ζούμε και εμείς μαζί του ενώ ξεχνάμε να μαθαίνουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας .....
Ξετυλίγοντας λοιπόν το μίτο των παράλογων αντιθέσεων που ταλανίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα βλέπουμε ότι αυτό που η Αριάδνη κρατά στο χέρι της εκεί στην είσοδο του λαβυρίνθου είναι το όνομά μας. Η πρώτη σε ιεραρχία πράξη φασισμού στο είναι μας. Την αποδεχόμαστε και προχωράμε απορρίπτοντας κατά κόρον τα λοιπά δομικά μας στοιχεία. Μπορεί να την απαλύνουμε. Πολλά ευτυχώς τα χαϊδευτικά, ακόμα περισσότερα δε τα παρατσούκλια. Αλλά όλων αυτών το εφαλτήριο παραμένει μη δική μας επιλογή. Όσο για τα άλλα μας στοιχεία; Τα βιάζουμε στη βιασύνη μας να προλάβουμε να γίνουμε αγαπητοί, να νιώσουμε αρεστοί. Τα κρύβουμε από το φόβο της απόρριψης, τα καταπιέζουμε λυγίζοντας μπροστά στην προοπτική χλευασμού, ειρωνίας ή έλλειψης κατανόησης από τους άλλους. Περνάμε τη ζωή μας υιοθετώντας τα ΄πρέπει’ που πηγάζουν από τα ‘θέλω’ και τις προσδοκίες των άλλων, αφήνοντας τα δικά μας σε λήθαργο.
Μόνο που η ζωή δεν είναι παραμύθι με καλό απαραίτητα τέλος. Και αν μη τι άλλο δεν είναι ταινία με το happy end εγγυημένο. Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι περισσότερο τείνουμε να χαράζουμε τη διαδρομή μας με το τέλος να προδιαγράφεται από το σκιερό σύννεφο της κεκαλυμμένης φασιστικής επιβολής.
Και κάποια στιγμή ακόμα και αν δεν έρθει το βασιλόπουλο να μας δώσει το φιλί που θα μας επαναφέρει στη ζωή, γυρνάμε στον καθρέφτη, κοιτάζουμε το είδωλό μας και αναρωτιόμαστε....Ποια είμαι; Με λένε Μαρία, Μαίρη, Μαριώ, Μαράκι, κοριτσάκι μου, αγάπη μου, μωρό μου, καμάρι μου, ζουζούνι, κουτσουνάκι μου, μαμά, θεία, αδερφή, αδέρφι, φιλενάδα...Με λένε κοπελιά, δεσποινίς, κυρία μου, κυρά-Μάρω αλλά εγώ, εγώ πώς με λέω; 

Με λένε αλλά εγώ πώς με λέω; Αλήθεια ξέρω πώς θέλω να με λένε; Ξέρω πώς εγώ θέλω να με λένε; 


Ες Αύριον τα σπουδαία


«Eς αύριον τα σπουδαία»

(Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί προδημοσίευση του υπό έκδοση σχετικού έργου) 



    «Ερείπια της Καδμείας στο κέντρο της Θήβας»                                                                                                                                                                              





 «Ο θάνατος του Πελοπίδα, του Andrey Ivanov»


είπε ο Αρχίας, ένας από τους τρεις ολιγαρχικούς ηγέτες της Θήβας, ένα βράδυ του Δεκεμβρίου εν έτει 379 π.Χ. Η ειπωθείσα φράση ως περιστατικό αναφέρεται πρώτη φορά στο έργο του Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, στο 10Ο κεφάλαιο στο οποίο ο ιστορικός παρουσιάζει σε αντιδιαστολή τους βίους, τις προσωπικότητες του Έλληνα Πελοπίδα και του Ρωμαίου Μάρκελλου.
Ποιος ακριβώς όμως ήταν ο Αρχίας και σε ποιον ή τι αναφερόταν δηλώνοντας απερίφραστα την απροθυμία του εκείνο το βράδυ να ασχοληθεί με κάτι και επιλέγοντας να αναβάλλει μια ααπροσδόκητη, εκτός προγράμματος υποχρέωσή του για την αυριανή ημέρα;
Καλύτερα να ξεκινήσουμε από μία γρήγορη αναδρομή στην ιστορική πορεία της Θήβας, μιας από τις ισχυρότερες ελληνικές πόλεις, η οποία κυριάρχησε στον Ελλαδικό χώρο για μία μεγάλη περίοδο του 4ου αιώνα π.Χ.
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. βρισκόμαστε στη χρονική στιγμή κατά την οποία έχει εδραιωθεί επισήμως η Σπάρτη ως η πρώτη δύναμη, μετά την ολοκληρωτική συντριβή της Αθήνας με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) και την εδραίωση του Ολιγαρχικού πολιτεύματος στο «κλεινόν άστυ». Ως φυσικό αποτέλεσμα η Σπάρτη προσπαθεί να επηρρεάσει και να προσαρτήσει όσο το δυνατόν περισσότερες πόλεις σε μια προσπάθεια να αυξήσει τη δύναμή της.
Η πόλη των Θηβών βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της όχι μόνο λόγω της κοντινής στην Αθήνα γεωγραφικής απόστασής της αλλά και λόγω της γειτνίασής της με την πόλη των Πλαταιών η οποία παρέμενε πιστή σύμμαχος των Αθηνών και προπύργιο των Δημοκρατικών. Οι Σπαρτιάτες επιδιώκοντας την αποδυνάμωση της Αθήνας και την εξάλειψη των πιθανοτήτων επαναφοράς στην εξουσία της δημοκρατικής παράταξης θέλησαν να ενισχύσουν τη σχέση τους με τη Θήβα, η οποία αν και δεν είχε αναλάβει σοβαρό ρόλο στον Πελοποννησιακό πόλεμο και τήρησε μια σχετικά ουδέτερη στάση, παρέμενε και αυτή όπως όλες οι Ελληνικές πόλεις της εποχής υπό το καθεστώς μιας συνεχούς διαμάχης μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών.
Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση όταν ο Λεοντιάδης, ο Αρχίας και ο Φίλιππος, τρεις επιφανείς Θηβαίοι ολιγαρχικοί ζήτησαν τη βοήθεια του Σπαρτιατικού στρατού που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη, υπό την αρχηγία του Σπαρτιάτη στρατηγού Φοιβίδα, το 382 π.Χ. για την εκδίωξη των δημοκρατικών από τη Θήβα. Δοθείσης λοιπόν της ευκαιρίας οι Σπαρτιάτες συμφώνησαν και ο στρατηγός Φοιβίδας με το στρατό του μπήκαν στην Θήβα και κατέλαβαν τα Κάδμεια, την ακρόπολη της πόλης, χτισμένη προς τιμή του ιδρυτή της Κάδμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάληψη ήταν εύκολη μια και έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του εορτασμού των Θεσμοφορίων, των εορταστικών τελετών δηλαδή που οργανώνονταν με τη συμμετοχή μόνο των γυναικών προς τιμή του Κάδμου με συνέπεια να υπάρχει παντελής έλλειψη ανδρών φυλάκων στην Ακρόπολη. Τα γεγονότα μαρτυρούνται από τον Πλούταρχο με αξιοσημείωτη ακρίβεια και λακωνικότητα
«Ἀρχίας καὶ Λεοντίδας καὶ Φίλιππος, ἄνδρες ὀλιγαρχικοὶ καὶ πλούσιοι καὶ μέτριον οὐδὲν φρονοῦντες, ἀναπείθουσι Φοιβίδαν τὸν Λάκωνα μετὰ στρατιᾶς διαπορευόμενον ἐξαίφνης καταλαβεῖν τὴν Καδμείαν, καὶ τοὺς ὑπεναντιουμένους αὐτοῖς ἐκβαλόντα πρὸς τὸ Λακεδαιμονίων ὑπήκοον ἁρμόσασθαι δι' ὀλίγων τὴν πολιτείαν. πεισθέντος δ' ἐκείνου καὶ μὴ προσδοκῶσι τοῖς Θηβαίοις ἐπιθεμένου Θεσμοφορίων ὄντων καὶ τῆς ἄκρας κυριεύσαντος, Ἰσμηνίας μὲν συναρπασθεὶς καὶ κομισθεὶς εἰς Λακεδαίμονα μετ' οὐ πολὺν χρόνον ἀνῃρέθη, Πελοπίδας δὲ καὶ Φερένικος καὶ Ἀνδροκλείδας μετὰ συχνῶν ἄλλων φεύγοντες ἐξεκηρύχθησαν. Ἐπαμεινώνδας δὲ κατὰ χώραν ἔμεινε τῷ καταφρονηθῆναι διὰ μὲν φιλοσοφίαν ὡς ἀπράγμων, διὰ δὲ πενίαν ὡς ἀδύνατος.» Πλουτάρχου Βίοι, Πελοπίδας
Όπως λοιπόν αναφέρει ο ιστορικός, ο Ισμηνίας αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων δικάστηκε και εκτελέσθηκε, οι ολιγαρχικοί, με την βοήθεια της Σπαρτιατικής φρουράς, άρχισαν να κατάσχουν τις περιουσίες των δημοκρατικών και να τους εκτελούν, ενώ αρκετοί κατόρθωσαν να βρουν καταφύγιο στην Αθήνα ως εξόριστοι μεταξύ των οποίων και πολλοί που ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες όπως οι Πελοπίδας, Δαμοκλείδας και Μέλλων. Ο δε Επαμεινώνδας παρέμεινε στην περιοχή της Θήβας αδύναμος μεν να λάβει δράση μόνος του αλλά σε ετοιμότητα για συμμετοχή σε μία οργανωμένη κίνηση, η οποία ακριβώς και συνέβη.
Οι εξόριστοι Θηβαίοι στην Αθήνα οργανώθηκαν άμεσα σε μία κοινή αγωνιστική προσπάθεια εξόντωσης των ολιγαρχικών της πόλης τους σε συνεργασία με τους λοιπούς δημοκρατικούς που είχαν παραμείνει στην Θήβα, με πιο βασικούς εκτός φυσικά από τον Επαμεινώνδα, τους Φυλλίδα, το γραμματέα του ολιγαρχικού Αρχία, και Χάρωνα. Βρίσκονταν σε συνεχή επαφή μαζί τους προκειμένου να αδράξουν την κατάλληλη ευκαιρία για αντεπίθεση, όπερ και εγένετο.
Όταν ο Φυλλίδας επισκέφθηκε την Αθήνα για κρατικές δουλειές, κανόνισε να δώσει την ευκαιρία στους εξόριστους να ενεργήσουν. Ο Χάρων θα προσέφερε το σπίτι του ως κρησφύγετο το βράδυ εκείνο του Δεκεμβρίου εν έτει 379 π.Χ. ενώ ο ίδιος ο Φυλλίδας ως γραμματέας του Αρχία θα οργάνωνε προς τιμή του αφεντικού του και των άλλων δύο ολιγαρχικών αρχηγών φίλων του συμπόσιο με όμορφες γυναίκες για συντροφιά.
Εκείνη τη βραδιά του 379 π.Χ., ο Πελοπίδας, ο Μέλλων και πέντε άλλοι σύντροφοι έφυγαν από την Αθήνα και μεταμφιεσμένοι σαν αγρότες ή κυνηγοί, μπήκαν στην πόλη των Θηβών με την δύση του ηλίου και κρύφτηκαν στο σπίτι του Χάρονα. Μαζί με τους λοιπούς δημοκρατικούς από την Θήβα, συγκεντρώθηκαν 48 άτομα.
Ένας κατάσκοπος όμως του Αρχία, τού ανέφερε ότι ακούγονταν διαδόσεις πως μερικοί από τους εξόριστους ήταν στην πόλη. Ο Αρχίας κάλεσε τον Χάρονα για να του δώσει πληροφορίες. Ο Χάρων αν και ήταν φοβισμένος, πήγε γρήγορα στον Αρχία και από τις ερωτήσεις του κατάλαβε ότι δεν ήξερε τίποτα το συγκεκριμένο, αλλά είχε μόνο υποψίες. Του υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει την υπόθεση και έφυγε.
Η τύχη περιέργως ¨ξαναχτύπησε¨ την πόρτα του σπιτιού του Αρχία, με έναν αγγελιοφόρο ο οποίος έφτασε λαχανιασμένος εκείνο το μοιραίο βράδυ λίγο μετά την αποχώρηση του Χάρονα, με ένα γράμμα το οποίο φανέρωνε όλη τη συνωμοσία. Ο Αρχίας, που ήταν ήδη μεθυσμένος, το πέταξε παράμερα και είπε το γνωστό "ες αύριον τα σπουδαία".
«ἧκε γάρ τις ἐξ Ἀθηνῶν παρ' Ἀρχίου τοῦ ἱεροφάντου πρὸς Ἀρχίαν τὸν ὁμώνυμον, ξένον ὄντα καὶ φίλον, ἐπιστολὴν κομίζων οὐ κενὴν ἔχουσαν οὐδὲ πεπλασμένην ὑπόνοιαν, ἀλλὰ σαφῶς ἕκαστα περὶ τῶν πρασσομένων φάσκουσαν, ὡς ὕστερον ἐπεγνώσθη. τότε δὲ μεθύοντι τῷ Ἀρχίᾳ προσαχθεὶς ὁ γραμματοφόρος καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς "ὁ ταύτην" ἔφη "πέμψας ἐκέλευσεν εὐθὺς ἀναγνῶναι· περὶ σπουδαίων γάρ τινων γεγράφθαι." καὶ ὁ Ἀρχίας μειδιάσας "οὐκοῦν εἰς αὔριον" ἔφη "τὰ σπουδαῖα," καὶ τὴν ἐπιστολὴν δεξάμενος ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον ὑπέθηκεν, αὐτὸς δὲ πάλιν τῷ Φυλλίδᾳ περὶ ὧν ἐτύγχανον διαλεγόμενοι προσεῖχεν. ὁ μὲν οὖν λόγος οὗτος ἐν παροιμίας τάξει περιφερόμενος μέχρι νῦν διασῴζεται παρὰ τοῖς Ἕλλησι.» [1](βλ. Παραπομπή 1)
Πλουτάρχου Βίοι, Πελοπίδας
Η φράση λοιπόν σε μορφή παροιμίας παρέμεινε στους αιώνες ως συνώνυμη της επιθυμίας αναβολής όσον αφορά μία οποιαδήποτε σοβαρή ενασχόληση με μία υποχρέωση, μία μορφή συγκέντρωσης σκέψης με τίμημα τη θυσία της ξεκούρασης, της χαλάρωσης ή και της διασκέδασης.
Φυσικά η έλλειψη αυτοπειθαρχίας από πλευράς του Αρχία για εκτέλεση των καθηκόντών του που απορρέουν απολύτως φυσικά εκ της ανάληψης του αξιώματος της εξουσίας του κόστισε την ίδια του τη ζωή. Αμέσως μετά οι συνωμότες μεταμφιεσμένοι ως γυναίκες μπήκαν στο δωμάτιο και σκότωσαν τον Αρχία και τον Φίλιππο και όποιον άλλο έτυχε να είναι εκεί. Ο Φυλλίδας στη συνέχεια έστειλε τον Πελοπίδα, Κηφισόδωρο και Δαμοκλείδα στο σπίτι του Λεοντιάδη. Έγινε μία σκληρή πάλη στην οποία ο Λεοντιάδης, ένας γεροδεμένος άνδρας, πλήγωσε θανάσιμα τον Κηφισόδωρο. Ο Πελοπίδας όμως μετά από μακρά πάλη στο στενό διάδρομο του σπιτιού, σκότωσε τον Λεοντιάδη. Με τον θάνατο και των τριών τυράννων, οι εξόριστοι από την Αθήνα επανήλθαν.Ο Επαμεινώνδας με μερικούς νέους άνδρες άνοιξαν την αποθήκη όπλων και κάλεσαν όλους τους κατοίκους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Μετά από όλα αυτά, η Σπαρτιατική φρουρά των χιλίων πεντακοσίων ανδρών, έφυγε από την Θήβα και επέστρεψε στην Σπάρτη, το 378 π.Χ.
Η πορεία της Θήβας ήταν ανοδική με δύο μεγάλες βασικές μάχες [2] (βλ. Παραπομπή 2) να σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος της Θηβαϊκής ηγεμονίας με πρωταγωνιστές τους Πελοπίδα και Επαμεινώνδα με το γνωστό Ιερό Λόχο των Θηβαίων οπλιτών.
Ο δε Αρχίας σκεπάστηκε λίγο ως όνομα με την ομίχλη που κουβαλά η πληθώρα των προσωπικοτήτων που έδρασαν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδου αξιοσημείωτης δράσης και συνεχών διενέξεων και εναλλαγών, μα η φράση του έμεινε ορόσημο για τις επερχόμενες γενιές. Γιατί μπορεί η ακριβής προέλευσή της να μην είναι ιδιαίτερα γνωστή μα το εννοιολογικό της περιεχόμενο ουδέποτε εξέπεσε της αρχικής της σημασίας.
Υπήρξε βέβαια μια αλλαγή στον τρόπο χρήσης της φράσης η οποία αποτυπώνεται στην μόνιμη πλέον ειρωνική χροιά με την οποία χρησιμοποιείται σήμερα. Είναι αυτό που η ίδια η γλώσσα μάς διδάσκει όσον αφορά την δυναμική της επίδραση στο γνωσιολογικό και συναισθηματικό υπόβαθρο της ομιλούσας κοινότητάς της. Μπορεί αυτό που ονομάζουμε κοινό γλωσσικό αίσθημα να μη γνωρίζει απαραιτήτως την ετυμολογία ή αρχική αιτία γένεσης μιας λέξης ή φράσης μα βιώνει σταδιακά τη σπουδαιότητά της. Ποιος δε νιώθει τη βαρύτητα σε σημασία που κουβαλά η λέξη ¨σπουδαία¨; Και ποιος θεωρεί με κριτήριο τη λογική και όχι την παροδική τέρψη ότι είναι προτιμότερο να παραμελήσεις κάτι σπουδαίο για χάρη μιας παροντικής, στιγμιαίας απόλαυσης; Κανείς φυσικά. Μόνο που το μειδίαμα του Αρχία συνοδεύει καθέναν από εμάς όταν μεταφέρουμε τα λόγια του γιατί απλούστατα βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι είναι πολύ πιθανή η ολίσθηση σε τέτοιας μορφής παράπτωμα μια και η τέρψη πάντα ελκύει όπως οι Σειρήνες, την ψυχοσυναισθηματική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Παραπομπές:
[1] Παραπομπή 1, Ελεύθερη απόδοση στη νεοελληνική: «ήρθε λοιπόν κάποιος από την Αθήνα σταλμένος από τον ιεροφάντη Αρχία στον ομώνυμο Αρχία ...φέρνοντας επιστολή όχι κενή ...αλλά λέγουσα ακριβώς αυτά τα οποία επρόκειτο να συμβούν, όπως διεπιστώθη αργότερα. Τότε όμως αφού έφτασε ο αγγελιοφόρος στον ήδη μεθυσμένο Αρχία και έδωσε την επιστολή είπε ΄αυτός που τη στέλλει είπε να τη διαβάσεις αμέσως γιατί για κάποια σπουδαία γράφει΄ και ο Αρχίας χαμογελώντας ΄λοιπόν για αύριο΄ είπε ΄τα σπουδαία΄ και αφού δέχθηκε την επιστολή την έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του...αυτή λοιπόν η φράση έτσι μέχρι σήμερα δισώζεται μέσα στους Έλληνες στην τάξη των παροιμιών».
[2] Παραπομπή 2: Η κυριαρχία της Θήβας ως η νέα ανερχόμενη ηγεμονική δύναμη στον Ελλαδικό χώρο σηματοδοτήθηκε με τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ. στα Λεύκτρα Βοιωτίας) όπου οι Θηβαίοι με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα νίκησαν τους Σπαρτιάτες εγκαθιδρύοντας την Θηβαϊκή ηγεμονία. Η σημαντική νίκη των Θηβαίων οφειλόταν στην σταρτηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα ο οποίος εφήρμοσε με επιτυχία το σύστημα της λοξής φάλαγγας, και την ανδρεία του Ιερού Λόχου που είχε οργανώσει και διοικούσε ο Πελοπίδας. Για εννέα περίπου χρόνια μετά τη μάχη των Λεύκτρων, η Θήβα γίνεται η πρώτη δύναμη στην Ελλάδα μέχρι και το 338π.Χ., έτος το οποίο έλαβε χώρα η μάχη της Χαιρώνειας στο σημερινό ομώνυμο χωριό, περίπου 13 χιλιόμετρα βόρεια της Λιβαδειάς. Στη μάχη της Χαιρώνειας η Θήβα, ηγέτιδα του συνασπισμού των δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας ενάντια στους ανερχόμενους Μακεδόνες ηττήθηκε από το Φίλιππο Β΄, μονάρχη της Μακεδονίας και σηματοδοτήθηκε η αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στο τότε πολιτικό καθεστώς της Ελλάδας για περίπου έναν αιώνα.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Αναγιγνώσκοντας την ¨ανάγνωση¨

ή αλλιώς

¨Το διάβασμα, η ανάγνωση και οι ¨αναγνώσεις¨ τους....

Η Ανάγνωση αναγιγνώσκεται...δε γλιτώνει δηλαδή ούτε η ίδια ως πράξη τη διαδικασία απόπειρας ανάλυσης και ερμηνείας που διενεργείται από πλευράς του ανθρώπινου νου σχετικά με όλες τις πραγματοποιηθείσες ενέργειές του.



Πώς και γιατί διαβάζει ο άνθρωπος; Πώς μαθαίνει να διαβάζει; Και αφού μάθει πώς χρησιμοποιεί μετέπειτα αυτήν την αποκτηθείσα δεξιότητα;



Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας την έννοια της ανάγνωσης τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική της σημασία. Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα δομείται με βάση τα γερά θεμέλια της ανάγνωσης και γραφής, τα οποία θεωρούνται οι βασικές δεξιότητες πάνω στις οποίες θα οικοδομηθεί το λοιπό γνωστικό οικοδόμημα που οφείλει να ¨χτίζει¨ το σχολείο ως βασικός παράγονατας αγωγής. Παράλληλα όμως νουθετούμαστε από πλευράς των μεγαλυτέρων μας και πρωτίστως των εχόντων την ιδιότητα των μεντόρων μας, να μαθαίνουμε σταδιακά να ¨διαβάζουμε¨ τις εμπειρίες μας, τα χαρακτηριστικά μας, την ζωή μας.



Ποικίλες οι αναγνώσεις που πραγματώνονται από πλευράς μας με την έννοια της ερμηνείας των γεγονότων που μάς περιβάλλουν και καθορίζουν την μετέπειτα πορεία μας, τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά. Μα ακόμα περισσότερες οι ελλείψεις που διαπιστώνονται από το αποτέλεσμα ή ακόμα και τη συχνότητα προσπάθειάς μας να ερμηνεύουμε. Λες και από τη στιγμή που ενηλικιωνόμαστε και βγαίνουμε οριστικά στο δρόμο που βρίσκεται μπροστά από την πύλη του σχολείου χάνουμε ολοκληρωτικά τη δεξιότητα της ανάγνωσης.



Ή μήπως πάλι αυτή η αλλοίωση της δεξιότητάς μας έχει ήδη αρχίσει από τα πρώτα βήματα απόκτησής της και καλλιέργειάς της εντός των ορίων του σχολείου μας;



Τι μαθαίνουμε αλήθεια να διαβάζουμε;



Ας ξεκινήσουμε κατ΄αρχήν από τη νοηματική και ευρύτερη σημασιολογική διαφορά των δύο λέξεων, διάβασμα και ανάγνωση. Ετυμολογικά προκύπτει ότι όταν διαβάζουμε, βαίνουμε, βαδίζουμε το δρόμο που ανοίγει μπροστά μας το νόημα των γεγραμμένων. Ενώ όταν αναγιγνώσκουμε, εμμένουμε περισσότερο στην προσπάθεια αναγνώρισης, γνώσης αυτών που διαβάζουμε.



Η πρώτη προσέγγιση εστιάζει στην κατάκτηση του μηχανισμού ανάγνωσης. Η εκμάθηση του ανθρώπου από τη νεαρή νηπιακή ηλικία των γραμμάτων, των συνδυασμών και συλλαβών τους με έμφαση στον ήχο τους και τη συσχέτισή τους με τις λέξεις που ήδη περιλαμβάνονται στο λεξιλόγιό τους, ενώ κάθε άγνωστη λέξη εξηγείται με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου τους και διεύρυνση του γνωστικού τους επιπέδου.



Δυστυχώς όμως μετά επέρχεται το χάος. Ο μηχανισμός όπως κάθε μηχανιστική διαδικασία δεν ξεχνιέται, μα ο σκοπός της χρήσης του;;; Υπάρχει μέσα στη σχολική ζωή έστω και μία ώρα διδασκαλίας, μάθησης του γιατί μαθαίνουμε να διαβάζουμε;;;



Για να μην παρασυρθούμε σε απολογισμούς της μαθητικής μας ζωής, προτείνω να οδηγηθούμε στην εύρεση της απάντησης του ερωτήματος μέσα από μια εναλλακτική οδό, αυτήν της διατύπωσης ενός ισοδύναμης αξίας ερωτήματος: Ποιος σας έμαθε να επιλέγετε τι διαβάζετε; Ποιος σας οδηγεί σε αυτό στο οποίο θα αξιοποιήσετε το μηχανισμό της ανάγνωσης; Πολύ εύκολη απάντηση. Μα η ανάγκη ενημέρωσής μας και φυσικά τα ενδιαφέροντά μας. Ωραία μέχρι εδώ. Και μετά; Ποιος σάς έμαθε να επεξεργάζεστε αυτά που διαβάζετε;



Το σχολείο πάντως όχι. Γιατί δυστυχώς η έμφαση του υφιστάμενου εκπαιδευτικού συστήματος δίνεται ακόμα όπως και παλαιότερα στην αποστήθιση μηχανισμών καλλιέργειας και ανάπτυξης δεξιοτήτων καθώς και πληθώρας γνώσεων, τόσο γενικευμένων όσο και εξειδικευμένων. Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης παραμελήθηκε και αφέθηκε στη μερίδα των πεφωτισμένων δασκάλων μας που μάς συνάντησαν κάποια στιγμή στη διάρκεια του μαθητικού μας βίου και τάραξαν λίγο τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητάς μας με ερωτήματα που αφρούσαν το τι και το πώς.



Ο άμεσος αντίκτυπος φυσικά είναι όλες αυτές οι περιπτώσεις τόσων και τόσων που σιχάθηκαν το διάβασμα εν γένει και κατηγοριοποίησαν την ανάγνωση στις βαρετές, ανιαρές και πλήρως εξουθενωτικές ασχολίες. Το μακροπρόθεσμο όμως αποτέλεσμα είναι ακόμα χειρότερο για αυτούς που επιβίωσαν της πρώτης τους εμπειρίας με την Ανάγνωση και κατέληξαν οι Αναγνώστες του σήμερα. Αναγιγνώσκουν μανιωδώς τα πάντα και με υπερβολή. Είτε για να νιώσουν μια πρόσκαιρη ευχαρίστηση μια και τους προσφέρεται αφειδώς η ευκαιρία να ξεφύγει το μυαλό τους είτε για να μπορούν μετά να πουν ότι ξέρουν, ότι μαθαίνουν πολλά και να τα λένε στους άλλους σε μια προσπάθεια επίδειξης των γνώσεών τους.



Κουράστηκε η κοινωνία μας να ακούει ιθύνοντες αναγνώστες παντός είδους. Κουράστηκε από την πληθώρα αναμετάδοσης πληροφοριών και γνώσεων όλων αυτών που διαβάζουν μανιωδώς τα πάντα σχετικά με το τι γίνεται, τι μέλλει γενέσθαι και τι πρέπει να κάνουμε. Κουράστηκε από τις αναγνώσεις τις επιφανειακές που ουσιαστικά πυροδοτούνται από την ανάγκη επίδειξης χωρίς κανένα ίχνος εφαρμογής αυτών που διαβάζουν από πλευράς τους.



Το νεογέννητο μωρό που θηλάζει με λαιμαργία μια και το γάλα είναι η μόνη τροφή που μπορεί και πρέπει να δεχτεί ο οργανισμός του, θηλάζει λίγο λίγο. Και επανέρχεται όταν το αίσθημα της πείνας ξεπεράσει τον κορεσμό του. Αν δεχτούμε ότι η Ανάγνωση είναι τόσο ουσιαστική όσο το γάλα τους πρώτους μήνες ζωής του ανθρώπου, καιρός να μάθουμε να διαβάζουμε....πρόσληψη γνώσεων σταδιακή, επεξεργασία, εφαρμογή σε προσωπικό πρώτα επίπεδο και μετά πάλι από την αρχή. Τα γεγραμμένα δεν είναι προϊόντα κατανάλωσης ούτε μέσο κατάκτησης εξουσίας. Είναι μέσο αυτοβελτίωσης. Μόνο έτσι το μεγαλείο της Ανάγνωσης θα μπορέσει να αναδυθεί μέσα από τις τρικυμίες της εποχής μας.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;;;

H παράδοση θέλει τη νεαρή γοργόνα να ξεπετάγεται από το ακύμαντο πέλαγος και να ρωτά ‘Ναύτη, ε καλέ ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;’. Και ο Ναύτης φοβισμένος της απαντά ‘Ζει και βασιλεύει’. Ήρεμη επιστρέφει στο παγωμένο βάθος του ωκεανού με πλατύ χαμόγελο προσδοκίας και περιμένει. Μα οι μέρες και οι νύχτες περνούν και το σκοτάδι απλώνεται πάλι παγωμένο και η ζέση του χαμόγελου εξασθενεί. Ακολουθεί πάλι της καρδιάς της το γνωστό ρυθμό και ανεβαίνει στα ανοιχτά. ‘Ναύτη, ε καλέ Ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος’ ξαναρωτά. Και πάλι ο ναύτης, ίδιος ή διαφορετικός, μικρή η σημασία, ο ναύτης πάντως που εκείνη τη στιγμή περνά της ξαναφέρνει το χαμόγελο στα χείλη. Μα το χαμόγελο δεν είναι πια το ίδιο δυνατό. Στο πρώτο φύσημα του ανέμου ριγεί και κρύβεται για να προστατευτεί. Μη το δει ο αγέρας και το αρπάξει βίαια στου ουρανού τα ύψη.

Και περιμένει η γοργόνα το βασιλιά της, και όλο και λιγότερο ανεβαίνει πια στων κυμάτων τις κορδέλες. Περιμένει και αφουγκράζεται της θάλασσας τους ψιθύρους, τις φωνές, τα γέλια, τις σιωπές. Μα τα βήματα του επισκέπτη της πουθενά. Τριγυρνά απελπισμένη, βυθισμένη στης απογοήτευσης το πέπλο και αρχίζει σιγά σιγά να υφαίνει το δικό της, όπλο ενάντια στην παγωνιά που απειλητικά την κυκλώνει.

Τυλίγεται αργά και μεθοδικά στο πέπλο το δικό της και περιμένει. Μα της προσμονής το βάλσαμο ξεχνιέται γιατί αργεί και γίνεται εικόνα θολή που μένει κάπου στην άκρη του ονείρου της γιατριάς που η αγάπη απλόχερα προσφέρει.

Αποκοιμιέται η γοργόνα κάτω από τη σκέπη του πέπλου της και όλο και λιγότερο εμφανίζεται. Και όσο πιο φωτεινός είναι ο ήλιος τόσο πιο βαθιά κρύβεται να μη τη δουν του ναύτη του περαστικού οι οφθαλμοί και απορήσουν με την τόση αδυναμία, με την τόση ασχήμια της στέρησης που βιώνει. Και μόνο μερικές, ελάχιστες φορές την ώρα που το φεγγάρι σεργιανίζει και οι ναύτες αποκοιμιούνται στην κουπαστή, ανασηκώνεται λίγο και σπρώχνει με αγάπη τη φωνή της στου ναύτη το αυτί. Σιγανά πάλι τον ρωτά μα απόκριση δεν παίρνει. Γιατί ο ναύτης κοιμάται, κοιμάται βαθιά χωρίς την αγωνία καμιάς προσμονής να ταράζει του ύπνου του τη γλύκα. Και όμως είναι η απουσία της απάντησης τόσο λυτρωτική.

Γιατί άραγε αναρωτιέται κανείς; Δεν είναι πολύ μεγαλύτερο το βάσανο της αναπάντητης ερώτησης; ‘Όχι δεν’, μας απαντά η γοργόνα. Γιατί είναι πολύ μεγαλύτερη η δύναμη της ερώτησης που όταν δεν απαντάται για χάρη ευκολίας από περαστικούς επιτρέπει στον εαυτό της να μην παραμένει ρητορική αλλά ζωντανή και να ψάχνει την απάντησή της την αληθινή.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί η γοργόνα στα παραμύθια πλησιάζει τους ναυτικούς την ώρα που κοιμούνται μα μεγαλώνοντας κατάλαβα. Γιατί είναι πραγματικά θαρραλέα και θέλει μόνη της να απαντήσει. Όταν το αποφασίσει. Και να μην έχει δεκανίκια ούτε πρόχειρες, κεκαλυμμένες απαντήσεις. Ή μάλλον τώρα που το ξανασκέφτομαι γιατί η γοργόνα ξέρει ότι η ομορφιά των απαντήσεων κρύβεται στη δύναμή τους να εμφανίζονται μόνες τους, από το μέσα σου, από της ψυχής σου το φως και όχι να δίνονται έτοιμες εκ στόματος άλλων.

Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία που μας οδηγεί να φεύγουμε από της ψυχής μας την αλήθεια προς αναζήτηση της ‘αλήθειας’ που οι άλλοι, οι έμπειροι, οι περπατημένοι, οι δοκιμασμένοι ταξιδευτές μας προσφέρουν. Μιας ‘αλήθειας’ που βοηθά στην κοίμιση του πνεύματος, στην αποδυνάμωση της επιθυμίας της δικής μας και στην σιγουριά ότι η πεπατημένη οδός δε θα μπει σε τρικλοποδιές άλλων διαδρομών που παρεκλίνουν από τα ίχνη των δοκιμασμένων συνταγών.

Και σε αυτούς που τολμούν ή τουλάχιστον αναρωτιούνται λίγο πιο έντονα και επιμένουν στις ερωτήσεις τους δίνονται οι απαντήσεις που θέλουν να ακούσουν. Και έτσι η φυσική τάξη των πραγμάτων, αυτή που έχει παγιωθεί και δεν πρέπει προς θεού να αμφισβητείται, πάλι παγιώνεται. Γιατί όσο μπαίνεις σε διαδικασία προσμονής, ασυνείδητα, από συνήθεια ή μιμητισμό ακολουθείς τα βήματα των άλλων με την ψευδαίσθηση ότι δεν αλλοιώνεσαι, ότι δεν αφήνεσαι, ότι δεν ξεχνάς. Γιατί έχεις ακούσει αυτό που θες. Και το περιμένεις και παίρνοντας δύναμη από αυτό γίνεσαι όλο και πιστός ακόλουθος των βημάτων των άλλων.

Μα τα πέπλα που υφαίνεις για να ζεσταθείς γίνονται ασήκωτα και βουλιάζεις και όταν το φεγγάρι έρχεται χάνεσαι και εσύ στου ύπνου το βαθύ σκοτάδι γιατί είναι το μόνο καταφύγιο από το βάρος το ασήκωτο της ανεκπλήρωτης προσμονής.

Αν , όμως , αν, δεν κοιμηθείς ένα μονάχα βράδυ και την ώρα που σουρουπώνει ανοίξεις της ψυχής σου τα ασφαλισμένα παραθύρια και αφήσεις τη φωνή σου να εκφραστεί τότε η ερώτησή σου θα πετάξει απελευθερωμένη από τις φοβίες σου, χωρίς κρίκους και αλυσίδες και θα ταξιδέψει στα πέρατα της γης, συντροφιά με την τόλμη της εξερεύνησης, της χάραξης της δικής σου πορείας. Θα προσπεράσει τα στόματα τα πρόθυμα να την τελειώσουν και να την ολοκληρώσουν οδηγώντας τη στης λήθης τη χώρα και θα αφεθεί στης ζωής τη δύναμη την μοναδική και αληθινή. Τη δύναμη που κρύβεται σε αυτό που δίνει ζωή, που ενώνει αυτά που προορίζονται να ενωθούν, που δημιουργεί το όλον από το δέσιμο των ημίσεων, που αυταπαντάται και για αυτό ολοκληρώνεται.

Η γοργόνα ξέρει ότι ο βασιλιάς της πάντα θα ζει μέσα της στο εδώ και στο εκεί, στο τώρα, και στο αύριο, το ξέρει όπως ξέρει και ότι δε θα την αφήσει ποτέ να ‘κοιμηθεί’. Δεν ξέρει γιατί δεν την πήρε μαζί του από τότε στο αστρικό του ταξίδι αλλά ξέρει ότι την περιμένει. Δε θα πάει αυτός να τη βρει, δε θα την επισκεφτεί απλά για λίγο ούτε και θα την πάρει από το χεράκι να της θυμίσει το δρόμο της επιστροφής. Θα την αφήσει μόνη της να απεγκλωβιστεί από της συνήθειας το στείρο βόλεμα. Γιατί μόνο τότε μπορούν πραγματικά να είναι μαζί. Τη δυσκολεύει λίγο ναι γιατί οι έτοιμες απαντήσεις, οι ευκαιριακές ερμηνείες και οι ψεύτικες εικόνες καραδοκούν στις γειτονιές του ωκεανού της ζωής της. Και απλώνουν την παγωνιά του καθησυχασμού. Μα ξέρει ο βασιλιάς Αλέξανδρος ότι ψυχή που δε θέλει δε θα κοιμηθεί. Και όσα εμπόδια και να συναντήσει θα βρει το δρόμο της επιστροφής. Της επιστροφής σε αυτό που ξέρει ότι μπορεί να έχει ζήσει ή να ονειρευτεί ότι μπορεί να ζήσει.

Σε αυτό το όνειρο βρίσκεται το μεγαλείο της επιστροφής...Μια ερώτηση ακόμα ίσως; Μήπως ο βασιλιάς κουραστεί κάποια στιγμή και αποκοιμηθεί αφήνοντας το όνειρο να πέσει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν; Μήπως; Μα και πάλι σκέφτεται η γοργόνα, όνειρο που υποκύπτει στου χρόνου τους φραγμούς πόσο όνειρο είναι; Και αφήνεται στης ζωής το αναπάντεχο συναπάντημα που θα αφήσει το όνειρο να αποκαλυφθεί. Αν είναι, αν υπάρχει, αν γεννιέται ή έχει ήδη γεννηθεί, αλλιώς ας κρυφτεί.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Αντιμέτωποι με την ιστορία της ¨απώλειας¨


 

¨Αυτό που ίσως είναι ο άνθρωπος,


                                       του το λέει μόνο η ιστορία του. ¨

                                                                                                       Wilhelm Dilthey

Ακόμα και αν δε θυμόμαστε επακριβώς να αριθμήσουμε ή να ονοματίσουμε τις φορές που ο άνθρωπος στη διάρκεια της μέχρι τώρα πορείας του βρέθηκε αντιμέτωπος με το δύσκολο έργο του ¨ορισμού¨ του και κατ΄επέκταση της ¨ανάλυσης¨ της ύπαρξής του, όλοι μας γνωρίζουμε ασυναίσθητα ότι είναι πάμπολλες!



Όπως φυσικά γνωρίζουμε και το λόγο. Γιατί δε νομίζω ότι θα διαφωνήσετε με την παραδοχή της εκ φύσεως προερχόμενης περιέργειάς μας! Είναι η περιέργεια αυτή η οποία τόσο επιτυχώς διαπιστώθηκε και συνειδητοποιήθηκε όχι μόνο ως προς την απλή της υπόσταση αλλά κυρίως ως προς την επίδρασή της στην ανθρώπινη εξέλιξη από τις πρώτες στιγμές – ορόσημα της φιλοσοφικής σκέψης. Η Αριστοτελική δε ρήση ¨Πάντες άνθρωποι φύσει ορέγονται του ειδέναι¨, διατυπώνει εύστοχα την ευρύτητα της ισχύος της. Δεν υπάρχει κανείς θνητός που από τη φύση του δεν επιθυμεί να μάθει, δεν είναι ¨περίεργος¨ να γνωρίσει. Μόνο που όπως κάθε έννοια έτσι και η περιέργεια ταλαντώνεται μεταξύ της θετικής μα και αρνητικής της σημασίας.



Φαίνεται βέβαια από τα μέχρι σήμερα βήματά μας τόσο σε ατομικό, εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο πως ταλανιζόμαστε αρκετά ως προς το να μάθουμε το βασικότερο τελικά αντικείμενο του πόθου μας απόκτησης γνώσεων, τον εαυτό μας.



Και ίσως εδώ ταιριάζει αυτό που πάντα μάς έλεγαν οι παππούδες μας να προσέχουμε όταν πέφταμε στα δίχτυα της άσκησης κριτικής. Δίδασκαν πάντα να προσέχουμε την παγίδα άσκησης κριτικής που τόσο εύκολα ασκείται στους άλλους μα τόσο σπάνια στους εαυτούς μας. Η γνώση ως διαδικασία απαιτεί ενδελεχή μελέτη, κριτική ματιά, έμφαση στις λεπτομέρειες και πάνω από όλα ειλικρινή και τίμια συμπεριφορά. Γιατί με κλειστά ή εθελοτυφλή μάτια ή/ και αυτιά πώς μπορεί άραγε κανείς να μάθει;



Δεν μπορεί. Τόσο απλό. Μπορεί να πείθει τον εαυτό του ότι μαθαίνει, μπορεί να αφήνεται με πρόσκαιρη ανακούφιση στης πλάνης την ψευδαίσθηση, μα δε μαθαίνει. Και η πειθώ και η ψευδαίσθηση είναι οι δύο πιο ανθεκτικές ασπίδες άμυνας του εαυτού μας απέναντί μας.



Ακούγεται περίεργο και ίσως κάποιοι βιαστείτε να θεωρήσετε όλο τούτο το συλλογισμό περί ασπίδων και άμυνας υπερβολικό. Μα αναρωτηθείτε ένα λεπτό τούτο το απλό. Μήπως δε φοβόμαστε μόνο το άγνωστο; Μήπως υπάρχει και ένας άλλος λανθάνων και τόσο καλά κεκαλυμμένος φόβος που λόγω της ικανότητάς του να παίζει τόσο καλό κρυφτό, γίνεται και τόσο δύσκολα αναγνωρίσιμος;



Είναι ο φόβος του οικείου. Ναι ακούγεται ίσως αρκετά παράλογο, μα είναι αλήθεια τόσο παράλογο; Πόσα οικεία δεν αφήσατε στην άκρη, στην προσπάθειά σας να χωρέσετε στον ουρανό της καθημερινότητάς σας τα ολοένα και αυξανόμενα απάτητα κομμάτια του φεγγαριού που η περιέργειά σας θέλησε να μάθει; Ή πάλι πόσα οικεία δεν ξεχάσαμε κάπου στη μέση του κυνηγιού μας για μια καινούρια, συναρπαστική γνώση;



Και έτσι το οικείο μετατρέπεται απροσδόκητα σε κάτι τελείως άγνωστο. Μα τρομάζει τόσο περισσότερο το άγνωστο που παλιά ήταν γνωστό από ό,τι το παρθένο άγνωστο. Γιατί το άγνωστο που μεταλλάχτηκε χάνοντας της πρώτης του υφής το χαρακτήρα κουβαλά μαζί του το μικρόβιο της λήθης, τον ιό της άοκνης προσπάθειας να θυμηθούμε πώς ήταν, πώς ήμασταν και έτσι την νόσο του εφιάλτη του σύγχρονου ανθρώπου: να απωλέσει τα οικεία κομμάτια του, να αποσυντεθεί σε ένα παζλ ανόμοιων, νέων μη αξιολογούμενων εμπειριών που απλώς συνθέτουν την αποπροσανατολισμένη εικόνα του.



Δεν ξέρει ο άνθρωπος τι είναι και περνά τη ζωή του προσπαθώντας να το ανακαλύψει. Μα κάθε ανακάλυψη υποκύπτει πάντα στης εποχής της το κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον. Ακόμα και αυτά τα κλασικά χαρακτηριστικά του που έχουν προκύψει μετά από μακροημερείς μελέτες επιστημών – ενδεικτικά αναφέρω τη φιλοσοφία, κοινωνιολογία και παιδαγωγική -υπόκεινται στης αμφισβήτησης την θεώρηση.



Από τη στιγμή που γεννιόμαστε βρισκόμαστε αυτομάτως σε σχέση αμοιβαίας αλληλεπίδρασης με τον κόσμο μας ως όντα ανοιχτά προς αυτόν. Ξεκινάει η διαδικασία αυτοπροσδιορισμού μας και επηρεασμένοι από τους φόβους μας στεκόμαστε τόσες πολλές φορές ενεοί μπροστά σε αυτά που έχουν ήδη ειπωθεί αλλά και σε αυτά που μόνοι μας ¨βλέπουμε¨. Και ακόμα και αν η γνώση μας για εμάς, για τη φύση μας, επιζήσει των ανατροπών της ζωής και αποκρυσταλλωθεί δεν σημαίνει αυτομάτως ότι ισχύει επ΄άπειρον. Πολλές εξίσου οι φορές των ανατροπών της, φορτισμένες με την τεράστια δυσκολία της αποδοχής τους.



Ίσως η μεγαλύτερη πρόσκληση που η σημερινή εποχή μάς απευθύνει δεν είναι η εύρεση τρόπων επιβίωσής μας αλλά ο προσδιορισμός της φύσης μας στο σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένας προσδιορισμός που μέσα από τη μικρή πορεία ιστορίας που θα διαγράψει θα προβληματίσει αλλά και θα διαφωτίσει τις επόμενες γενιές στο δικό τους ταξίδι περιπέτειας. Πρόσκληση συμμετοχής ενεργής στη δημιουργία της ιστορίας μας είναι το παγκόσμιο κάλεσμα και πρέπει να αποφασίσουμε αν θα ανταποκριθούμε. Όταν ο Wilhelm Dilthey (19 November 1833 – 1 October 1911), γερμανός ιστορικός, ψυχολόγος, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύματος της ερμηνευτικής, αποπειράθηκε να φωτίσει το σκοτεινό μυστήριο της ύπαρξής μας, δεν ήξερε πως θα έρθει ίσως η στιγμή εκείνη που η αδιάσειστη διδακτική δύναμη του πλούτου της ιστορίας θα τίθετο σε κίνδυνο. Μα αυτή τη στιγμή βιώνουμε και αναρωτιέμαι πόση παθητικότητα χωράει ακόμα στις σελίδες του παρόντος μας.



Η ιστορία γράφεται κάθε λεπτό αλλά προϋποθέτει την ενεργή δράση των εν ζωή όντων της. Σταματείστε ένα λεπτό ό,τι κάνετε και αναρωτηθείτε: Τι θέλετε να λέει για εσάς η ιστορία;;; Τι ιστορία θέλετε να γράψετε; Την ιστορία της απώλειας των οικείων σας ¨κομματιών¨ ως άτομο, ως έθνος, ως παγκόσμια κοινότητα; Ή την ιστορία της εύρεσης των ¨κοινών σταθερών¨ σας;


Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

H ζωή, ο θάνατος και αναμεσίς η τέχνη

«H ζωή, ο θάνατος και αναμεσίς η τέχνη...»


είναι μϊα από τις φράσεις που αποδίδονται στον Έλληνα ποιητή και ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985). Μία φράση η οποία αποτελεί και αυτή κρίκο της αλυσίδας όλων αυτών που έχουν κατά καιρούς ειπωθεί για την τέχνη και την επίδρασή της στον ανθρώπινο βίο.
Εξ αφορμής του θέματος της έκθεσης στις Πανελλήνιες εξετάσεις της χρονιάς που πέρασε και των επακόλουθων παραπόνων σχετικά με το ζητούμενό του,  το οποίο ζητούσε να ΄δει΄ τη μαθητεία των αυριανών πολιτών στην Τέχνη, προέκυψε το ερώτημα: Αλήθεια μαθητεύουμε ως γονείς μαζί με τα παιδιά μας στην Τέχνη; Ή μήπως έχει και αυτή η μορφή μαθητείας θεωρηθεί μία πολυτέλεια στο πλαίσιο του άγχους επίτευξης συγκεκριμένων στόχων σε μικρό χρονικό διάστημα;;;;

Σκεφτόμουν αυτό που πολλοί καλλιτέχνες απαντούν στο ερώτημα αν γεννιούνται ή γίνονται. Και με βάση τις κατά καιρούς απαντήσεις τους καταλαβαίνεις ότι τελικά αυτό που επιθυμούν να δώσουν σε εμάς που στεκόμαστε απέναντί τους και τους βλέπουμε, τους μελετάμε, τους θαυμάζουμε ή τους απορρίπτουμε είναι κάτι τόσο απλό. Μπορεί το ταλέντο να γεννιέται αλλά για να βγει χρειάζεται ο απαραίτητος, ξεχωριστός πάντα για κάθε άνθρωπο χρόνος ωρίμανσης της ψυχής να αποκαλυφθεί. Και έδωσε αυτή η σκέψη το εναρκτήριο σάλπισμα να ξεκινήσουν οι απορίες μου σχετικά με την ευθύνη μας ως γονείς αναφορικά με τη στάση που κρατούν τα παιδιά μας απέναντι στην τέχνη.

Η Τέχνη υπάρχει στη φύση την ίδια και τις μυστηριακές της δυνάμεις , στα θαύματα που τελούνται στο βασίλειό της κάθε στιγμή. Η Τέχνη κρύβεται στον τρόπο που θα σου περιγράψει ένα μικρό παιδί το ηλιοβασίλεμα ή στη γαλήνη που θα δαμάσσει το βλέμμα του και τον τρόπο που αναπνέι μία μελωδία...η τέχνη υπάρχει μέσα στο κύτταρο της δημιουργίας μας για αυτό και της χρωστάμε...της χρωστάμε να αφήσουμε ολάνοιχτα τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς μας για να τη θεαθούμε....

Και για να έρθουμε στην πράξη η τέχνη βιώνεται από εμάς τους ίδιους και τον τρόπο που αποφασίζουμε να χτίσουμε τις ζωές μας. Όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε στις μεταξύ μας οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις τόσο περισσότερο δημιουργικοί γινόμαστε αφού καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε όλα τα διλήμματα, τις δυσκολίες των επιλογών μας, τις διαφωνίες μας, τις ευκαιρίες κοινής μας διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Είναι οι ιδέες που όλοι επιστρατεύουμε για το πώς να περάσουμε δημιουργικά και ευχάριστα το λίγο ελεύθερο χρόνο που έχουμε μεταξύ μας, οι οποίες σιγά σιγά θα μεγαλώσουν και θα έρθουν να ανοίξουν το μυαλό μας και να μάς μάθουν σταδιακά να περπατάμε χωρίς να νιώθουμε χαμένοι ή αμήχανα στα δρομάκια των διάφορων εκφάνσεων της Τέχνης, είτε αυτό είναι η παρακολούθηση μιας συναυλίας ή μιας θεατρικής παράστασης, είτε είναι η επίσκεψη σε μία έκθεση ζωγραφικής ή η συμμετοχή σε ένα εικαστικό δρώμενο.

Ευτυχώς οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα είναι πολλές. Πολλά τα εργαστήρια δημιουργικής απασχόλησης, μουσικοκινητικής αγωγής, θεατρικού παιχνιδιού, ζωγραφικής ή κατασκευών. Η πληθώρα της προσφοράς βέβαια ενέχει κινδύνους αποπροσανατολισμού γι΄αυτό και καλό είναι σιγά σιγά να εξερευνούμε τι μάς προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση συζητώντας με τα παιδιά μας έτσι ώστε να ψηλαφίζουμε τις ανάγκες της ψυχής τους. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει για να λειτουργήσει ως ΄πάρκινγκ΄ των παιδιών μας. Ό,τι προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε υπηρετεί αυτό που και οι καλλιτέχνες μάς λένε, τη διαδικασία ωρίμανσης της ψυχής μας...Καλή περιδιάβαση!

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Ψαρεύοντας Σολωμούς στην Υεμένη...Μια ταινία που αξίζει να δούμε

Ο δρ. Άλφρεντ Τζόουνς, επιτυχημένος ιχθυολόγος, εξαναγκάζεται να αναλάβει τη δημιουργία ενός ποταμού στα υψίπεδα της Υεμένης, παρ' όλο που θεωρεί την ιδέα παράλογη. Οι πολιτικές μηχανορραφίες δεν του αφήνουν κανένα περιθώριο και πρέπει να βρει τρόπο να μεταφέρει δέκα χιλιάδες σολομούς στη μέση της ερήμου... και να τους "πείσει" να κολυμπήσουν εκεί. Αυτός που γέννησε την ιδέα είναι ένας ευσεβής και πλούσιος σεΐχης, του οποίου η αγάπη για το ψάρεμα σολομών και η αμετανόητη πεποίθησή του ότι το αδύνατο είναι δυνατό τελικά εμπνέουν το Φρεντ, κατανικώντας τις όποιες ενστάσεις του. Μέσα από μια σειρά ανατροπών που θα του συμβούν, ο Φρεντ θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ζωής, την αγάπη, την πίστη... το ψάρεμα, αλλά και το αίσθημα να τολμά κανείς για κάτι που πιστεύει, όσο απίστευτο κι αν φαντάζει.

Πηγή: entertainment.gr


Η Γενιά του καθήκοντος και Η Γενιά της ευχαρίστησης

Αν και οι θερμοκρασίες των ημερών μας μα και των βραδιών μας ανεβαίνουν επικινδύνως ψηλά και η ζέστη που φέρνουν μαζί τους ως μοναδική αποσκευή δυσχεραίνει αν μη τι άλλο τις ¨μεταφορές¨, υπάρχει πάντα η δυνατότητα της λεγόμενης νοητικής διαμόρφωσης του κόσμου μας....είναι τα ταξίδια αυτά της σκέψης μας τα παντελώς ελεύθερα από νόμους βαρύτητας, αυστηρά καθορισμένα δρομολόγια ή προαποφασισμένη χρονική διάρκεια...είναι το μοναδικό μας τελικά κεκτημένο από τη στιγμή της γέννησής μας, το οποίο τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μάς στερήσει παρά μόνο εμείς οι ίδιοι...




Πλανήθηκε λοιπόν πρόσφατα η σκέψη μου στα μυστικά δρομάκια της γενιάς μας αφού πρώτα όμως είχε περιηγηθεί στα πλακόστρωτα δρομάκια της γενιάς των γονιών μας, και λίγο πιο πίσω των παππούδων μας...Αφορμή ένα παιχνίδι που στήθηκε ως αντίδοτο σε αυτήν την ανία των καλοκαιριάτικων μεσημεριών... ένα παιχνίδι αναζήτησης της ταυτότητάς μας της κοινής... Χαρακτηριστήκαμε ως η γενιά της ευχαρίστησης .... χαρακτηριζόμαστε μάλλον ακόμα και έπεται διαδρομή μεγάλη μέχρι την πιο ολοκληρωμένη παγίωση της ταυτότητάς μας...οι προγενέστεροί μας όμως έχουν αποκτήσει παγιωμένη πια ταυτότητα...ήταν η γενιά του καθήκοντος...



Καθήκον και ευχαρίστηση οι δύο συμπαίκτες μου λοιπόν. Οικείες, ελληνικότατες λέξεις των οποίων η ετυμολογία ¨φωνάζει¨ την σημαντική τους λειτουργία. Με μία όμως αγεφύρωτη μεταξύ τους διαφορά ως προς τη συναισθηματική τους

επίδραση στον ποικιλοτρόπως πια βαλλόμενο ψυχισμό του σημερινού ανθρώπου!



Έχουμε φτάσει θαρρείς σε ένα σημείο που ακόμα και η παραμικρή υποχρέωση φαντάζει ¨γολγοθάς¨ και γαντζωνόμαστε ακόμα απελπισμένοι στο στόχο αυτό που το ιστορικο-κοινωνικό μας περιβάλλον μάς παρουσίασε ως πρωταρχικό: την ευχαρίστησή μας...

Οι στερήσεις που είχαν συσσωρευθεί σε συνδυασμό πάντα με το ευρύτερο πλαίσιο των προηγηθέντων κοινωνιών που πολύ ταλανίστηκαν από τις αναταραχές και τη φτώχεια που επικρατούσαν σε κάθε τομέα, ετοίμασαν το κατάλληλο έδαφος για τον επάξιο διάδοχό τους... την ικανοποίηση, τη χαλαρότητα, την έλλειψη κούρασης, την αγκαλιά της χλιδής...

Αυτές οι έννοιες αποτέλεσαν τα δομικά στοιχεία της έννοιας Ευχαρίστηση...

Αφεθήκαμε στα χάδια της υπερπροστασίας των γενιών που προηγήθηκαν και όρθωσαν πια περήφανα το μπόι τους απέναντι στον ιδρώτα που είχαν χύσει τόσα χρόνια...αφεθήκαμε στα χέρια τους να εξυπηρετήσουμε την απόδειξη στον εαυτό τους πάνω από όλα ότι η κούραση δεν τους εξάντλησε...τα κατάφεραν και της ξέφυγαν. Τώρα η νέα γενιά δε θα κουραστεί καθόλου, θα τα βρει όλα έτοιμα. Όπως και τα βρήκαμε. Σχεδόν όλα. Μα δε βρήκαμε τα θέμελιά μας, τις ρίζες μας.

Δείτε τη φύση. Υπάρχει σπόρος που φυτρώνει χωρίς να παλέψει; Πώς λοιπόν θα φυτρώσουμε εμείς;



Χωρίς να μάς ταξιδέψει ο άνεμος, χωρίς να μάς χτυπήσει η βροχή, χωρίς να διψάσουμε και να αγωνιστούμε απέναντι στις προκλήσεις της κάθε ημέρας μας;;;

Μπερδέψαμε την έννοια του αυτοφυούς με την έννοια του ξεκάρφωτου, του αιωρούμενου.

Ταυτίστηκε η Ευχαρίστηση με το χουζούρι που αποκοιμίζει τις αφυπνίσεις. Μόνο που αυτό δεν είναι Ευχαρίστηση, είναι αποκοίμισμα αργό και τόσο βαρύ που μάς υπνωτίζει.

Σταματώ λίγο να ξαποστάσω με μια απλή μα τόσο απαραίτητη παρατήρηση. Σταματώ λίγο και θα επανέλθω κάποια στιγμή. Σκεφτείτε την πιο απλή αδιαμφισβήτητη αλήθεια της φύσης. Διττή η φύση του ανθρώπου με την έννοια του συνδυασμού σώματος και ψυχής. Διττή η φύση της Φύσης μας ...Και κάθε έννοια νοείται ως ζευγάρι με την αντίθετή της. Τότε αποκτά ουσιαστικό νόημα μα και θαυμαστές.

Πώς λοιπόν η έννοια της Ευχαρίστησης μπορεί να νοηθεί χωριστεί από την έννοια του καθήκοντος;