Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Όταν η Χύτρα Ταχύτητας σφυρίζει ξανά


Όταν η Χύτρα Ταχύτητας σφυρίζει ξανά

της Μαρίας Παπαμαργαρίτη
«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος», Δημόκριτος, 470-370 π.Χ.
Δεν ξέρω πόσοι έχουν την ικανότητα να θυμούνται αγαπημένες ρήσεις όπως αυτή του Δημόκριτου. Άλλωστε είναι τόσες πολλές οι ρήσεις που έχουν γίνει κλασικές λόγω της αμετάβλητης αλήθειας που εκφράζουν για τον ανθρώπινο βίο, που δε χωρούν στα κατηγοριοποιημένα κουτάκια της μνήμης μας.
Πόσα να χωρέσουν αλήθεια; Και πώς; Μα όταν έρθει ένα ερέθισμα που μας της φέρνει μπροστά μας τότε αναφωνούμε εσωτερικά ή φωναχτά «Πω, Πω κοίτα τι είχε πει από τότε… πόσο αλήθεια είναι» και ξαφνικά μέσα σε αυτήν την κενή μας καθημερινότητα, τη μονότονα βαμμένη γκρίζα, έρχεται η απόχρωση της ρήσης και μετουσιώνεται στο πανδοχείο που θα μάς προσφέρει αυτόματα μια αγκαλιά και θα μας ξαποστάσει από τον κάματο της τόσο κουραστικής ώρες ώρες διαδρομής μας.
Γιατί αν μη τι άλλο συνειδητοποιούμε εξ αφορμής της ρήσης ότι αυτά που κατά καιρούς νιώθουμε, αυτά που σκεφτόμαστε ανομολόγητα και ενοχοποιημένα, δεν είναι παρά κοινές σκέψεις όλων μας. Υπήρξαν πολλοί που τα ένιωσαν και θα υπάρξουν ακόμα περισσότεροι που επίσης θα τα νιώσουν.
Ένα τέτοιο ερέθισμα που μάς θύμισε προχτές το Δημόκριτο και την ανάγκη της εορτής για να ξεφορτώνουμε τον κάματο της μακράς οδού μας, ήταν η πρόσφατη παράσταση της Θεατρικής Εταιρείας Λουξεμβούργου, «Όταν η Χύτρα Ταχύτητας σφυρίζει ξανά».
Οι υπεύθυνοι της σκηνοθετικής ομάδας στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος της παράστασης μνημονεύουν το Δημόκριτο, συστήνοντάς μας τα 6 μονόπρακτα που θα ξεδιπλώσουν μπροστά μας τη δική τους εορτή, το δικό τους πανδοχείο για τους ήρωές τους και κατ’επέκταση για εμάς τους συνοιδοιπόρους τους.
Βασικός πρωταγωνιστής κάθε μονόπρακτου ένα τραπέζι.
Το Κυριακάτικο τραπέζι μιας παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας με μοναδικό πια συνδαιτημόνα το χήρο σύζυγο και εγκαταλελειμμένο τρόπον τινά στη μοναξιά του πατέρα, το τραπέζι ενός διαμερίσματος, δώρο της πεθερούλας στο άτεκνο ακόμα ζευγάρι, που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ατομικό και κοινό τους Εγώ, το τραπέζι ενός Ελληνικού καφενείου κάπου στο Σικάγο, τόπος εξομολόγησης του μεγαλύύτερου σε ηλικία άντρα στο νεαρότερο συντοπίτη του και πρόσφατο μετανάστη.
Ακολουθεί το τραπέζι του σαλονιού ενός χρόνια παντρεμένου ζευγαριού βουτηγμένου στη δυστυχία της κρίσης όχι τόσο της οικονομικής αλλά περισσότερο της ψυχοσυναισθηματικής που χτυπάει σα ταμπούρλο τα σωθικά τους βγάζοντας τις άναρθρες κραυγές της χρόνια φυλακισμένης ψυχής τους στην παράνοια των δήθεν από τις κοινωνικές επιταγές επιβαλλόμενων επιλογών τους, αλλά και το τραπέζι το ακριβό από την Ιταλία, το κατασκευασμένο από ακριβό μαόνι, που αγοράστηκε ως αναμνηστικό του γαμήλιου ταξιδιού τους από τη σύζυγο.
Το μπλε του χρώμα ήταν η μόνη ένδιεξη αυτού που θα μπορούσε να είναι ο ωκεανός της αγάπης τους. Μα η αγάπη τους ανύπαρκτη κρύφτηκε πίσω από την αδιάκοπη μοιχεία του συζύγου. Και τελευταίο το τραπέζι μιας ψησταριάς στην εξοχή που προσπαθεί εις μάτην να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος του αρσενικού και θηλυκού συνδαιτημόνα. Μα πώς να συμβαδίζουν έστω και μόνο υπό τη σκέπη της ανάγκης ικανοποίησης της σεξουαλικής τους παρόρμησης δύο ψυχές ολότελα διαφορετικές;
Βλέπετε αυτό που είπε ο Δημόκριτος περί εορτών δεν περιορίστηκε μόνο στη σημασία της «ἑορτής» που έχουμε αποφασίσει να κρατήσουμε στη μεταξύ μας επικοινωνία. Η «ἑορτή» όπως μαρτυρεί η ετυμολογία της αρχικά σήμαινε την προσφορά εκ του ρηματικού τύπου «ἦρα»∙`«ἐπί ἦρα ἔφερον» στην Ομηρική εποχή οι πρόγονοί μας, δηλαδή «υπηρεσίες προσέφεραν».
Με τα χρόνια οι υπηρεσίες θεωρήθηκαν μόνο χαρωπής φύσεως, και έτσι η ἑορτή, έγινε η γιορτή, η συγκέντρωση χαράς και διασκέδασης.
Μα η Χύτρα Ταχύτητας με τα 6 μονόπρακτα μάς θύμισε ότι κάθε τραπέζι είναι μια προσφορά υπηρεσίας, μια ἑορτή, που προσφέρει απλούστατα την ευκαιρία να χαμηλώσεις ταχύτητα βρασμού και να παρακολουθήσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου έτσι όπως κινδυνεύουν να πολτοποιηθούν στη χύτρα της άλλοτε σκληρής και αβάσταχτης πραγματικότητας, της από χρόνια ξεχασμένης πρότερης ζωής, της συνειδητής απόφασης να κινηθείς σε συμβατότητα με το ρυθμό βρασμού όλης της κοινωνίας, χωρίς να ελπίζεις, της πλαστής πραγματικότητας που εσύ κατασκευάζεις ως κόλπο επιβίωσης με τις επιπόλαιες επιλογές σου, ή της πεισματάρικης άρνησης να ανοιχτείς και να επικοινωνήσεις και της επίμονης κάλυψής σου πίσω από τα θεωρητικά σου ευαγγέλια γλωσσολογίας ή τις εμπειρίες της ζωής σου που μέχρι σήμερα ψευδεπίγραφα σε οπλίζουν με τη ψευδαίσθηση ότι εσύ τώρα ζεις, επειδή απλούστατα δεν αποφασίζεις να μοιραστείς τη ζωή σου μαζί με κάποιον άλλον.
Κάθε τραπέζι της Χύτρας Ταχύτητας είναι μια στάση. Μια στάση να θεαθούμε εμάς μέσα από τους άλλους που φαντάζουν τόσο μακριά και όμως είναι τόσο κοντά μας. Δεν υπάρχει θάνατος που δεν θα πονέσει, δεν υπάρχει γιατρικό απώλειας, δεν υπάρχει έρωτας που δε θα φανεί πεθαμένος περιμένοντας το φύσημά μας για να ξαναφουντώσει. Δεν υπάρχει εμπειρία χωρίς τίμημα μα αν αναγνωρίσεις το τίμημα τότε αναγνωρίζεις και το πώς έχει επηρεάσει εσένα. Δεν υπάρχει μοιχεία που δε θα πληγώσει, ή σχέση που δε θα κινδυνεύσει να πέσει στον καιάδα της ανουσιότητας ακριβώς επειδή ποτέ δε της δόθηκε χώρος να φυτρώσει παρά μόνο παραφορτώθηκε με στολίδια παράταιρα, όπως ένα ακριβό από μαόνι ενθύμιο ή δάνεια επίκτητων, κατασκευασμένων αναγκών. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δε φοβάται να ερωτευτεί και δε θα κρυφτεί πίσω από τις δικές του δικλείδες ασφαλείας.
Μα σίγουρα υπάρχει παντού και πάντα ένα τσουκάλι, μια χύτρα που όλων μας τα συναισθήματα θα βρεθούν, θα μαγειρευτούν και όσο και να πολτοποιηθούν θα καταφέρουν να αναδύσουν τα αρώματα τους και τις γεύσεις τους. Το ερώτημα είναι, θα βρούμε χρόνο να κάνουμε μια στάση στο πανδοχείο μας για να τα γευτούμε;
Η Χύτρα Ταχύτητας πάντως μας προσέφερε αυτό το πανδοχείο, το γεμάτο αρώματα και γεύσεις που ικανοποίησαν και τη διψασμένη και πεινασμένη για ερεθίσματα ψυχή του θεατή. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και πρωταρχικά στους συγγραφείς των κειμένων – Όλγα Ιωαννίδου, Ελίτα Λεμονή, Χρήστος Πούρης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Έφη Τριγκίδη, Lillo & Greg, Ρούλα Ζάννια- που απέδωσαν με καθάριο και προσιτό λόγο όλες τις αποχρώσεις της κάθε «ἑορτής». Καλή δημιουργική συνέχεια στη Θεατρική Εταιρεία Λουξεμβούργου (http://theatrikolux.wordpress.com).
 Πρώτη Δημοσίευση 

http://socialsecurity.gr/%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B7-%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%B7-%CF%87%CF%8D%CF%84%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%B1%CF%87%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%86%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CE%B9-%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%AC/


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017



Μια φορά και έναν καιρό….*
της Μαρίας Παπαμαργαρίτη
αφιερωμένο στην επιμόνως ακαταλαβίστικη πραγματικότητα
παγιδεύτηκε ο άνθρωπος στους τέσσερις τοίχου ενός δωματίου που λέγεται βόλεμα. Στην αρχή είπε στον εαυτό του ότι χρειάζεται μια στάση. Να ξαποστάσει από τον κάματο του ταξιδιού του. Τόσο κουρασμένος ένιωθε που ούτε αντιλήφθηκε την παραμικρή ένδειξη πιθανής ύπαρξης των τοίχων .
Έπεσε στου ύπνου τη γλυκιά μέθη με χαμόγελο ικανοποίησης για το δρόμο που είχε διανύσει…ξύπνησε με κεφάλι βαρύ από την έλλειψη του οξυγόνου…γιατί όσο κοιμόταν τοίχοι χτίστηκαν ψηλοί που το’κρυψαν τον ορίζοντα μπροστά του. Ξύπνησε ζαλισμένος και φοβισμένος όπως ένιωσε από των τοίχων το ύψος, κατέληξε ότι το μόνο που μπορούσε προς τα παρόν να κάνει ήταν να ανοίξει παράθυρα για να δει έστω και λίγο από τα κομμάτια του ουρανού. Γρήγορα όμως πάλι δυστυχώς έβαλε στα παράθυρα κουρτίνες γιατί δεν άντεχε τη γυμνή τους θέα. Και έτσι και το λίγο του ουρανού που έβλεπε άρχισε να το κάνει ακόμα πιο λίγο. Αποφάσισε να βγει από την πόρτα και είδε ότι και οι άλλοι συνταξιδευτές του είχαν επίσης χτίσει τοίχους.
Τους χτύπησε την πόρτα, κάποιοι άνοιξαν, κάποιοι όχι…
κάποιοι από αυτούς που άνοιξαν είπαν ότι ήταν ακόμα κουρασμένοι,
κάποιοι ξεκίνησαν με όλες τις καλές προθέσεις αλλά κουράστηκαν στο δρόμο.
Και έμεινε ο άνθρωπος μόνος, απογοητευμένος, να πνίγεται από των τοίχων το ύψος…
γονάτισε, μαζεύτηκε, διπλώθηκε στα δύο, έγινε κουκίδα τόση δα μικρούλα καφέ, πάνω στου χώματος το μονόχρωμο υφαντό.
Θόρυβος ακούστηκε εκκωφαντικός, γκρεμίστηκαν οι τοίχοι και φάνηκε το απέραντο μπλε του ουρανού…
Μα ο άνθρωπος πουθενά…γιατί οι τοίχοι υψώνονται επειδή ο άνθρωπος τους το επιτρέπει…είναι η ανημποριά της αδυναμίας του, η αδράνεια, η δειλία και η εγκατάλειψη στων φόβων του και της ανασφάλειάς του το στράτευμα…χαμένος πια ο άνθρωπος κάτω από των τοίχων τα ερείπια…
ο άνθρωπος που ήρθε να πιει το μπλε του ουρανού και έφυγε διψασμένος…ο άνθρωπος…που ξέρει να κολυμπά αλλά ψάχνει για σωσίβια…που μετά το μπουσούλημα μπορεί να περπατήσει αλλά ψάχνει για μπαστούνι…που θέλει να κοιμηθεί και να απλώσει το κορμί του στης γης το πολύχρωμο σεντόνι…
Πού είναι ο άνθρωπος;;;μια κουκίδα, καφέ τόση δα απλωμένη και χαμένη πια στου χώματος το μονόχρωμο υφαντό…μια κουκίδα…και εμείς την πατάμε…

*Φράση αρχής ενός παραμυθιού. Ή ο τίτλος της σειράς κινουμένων σχεδίων «Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος» της δεκαετίας του ’70, του Γάλλου Άλμπερτ Μπαρίγιε ο οποίος αγαπούσε πολύ τα παιδιά, και απέδειξε πόσο πολύ αγαπούν εγγενώς τη μάθηση. Αρκεί να τους προσφερθεί. Από σήμερα φράση που εξερευνά την επιμόνως ακαταλαβίστικη πραγματικότητα.

Πρώτη Δημοσίευση 20/11/2017

http://socialsecurity.gr/%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B7-%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CF%89%CF%82-%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CF%83/