Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η Λογοτεχνία του σήμερα: Ατομική ή κοινή;;;;

Ας υποθέσουμε ότι απευθύνεται ερώτηση σε κάποιον από τους πρωτοεμφανιζόμενους ή ήδη διακεκριμένους στο χώρο των γραμμάτων συγγραφέα σχετικά με το λόγο, το αιτιατό που προκαλεί τη γραφή και παραγωγή έργου από πλευράς του. Πόσες άραγε είναι οι πιθανές απαντήσεις που δύνανται να δοθούν;
Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι οι απαντήσεις είναι τόσες όσοι και οι συγγραφείς, με τη λογική ότι η γραφή πηγάζει όπως και κάθε μορφή τέχνης από μια εσωτερική ανάγκη, ατομική και ξεχωριστή για τον καθένα να εκφραστεί. Η τέχνη όμως ταυτόχρονα σε κάθε μορφή της υπηρετεί πάντα, σε κάθε εποχή, την ανάγκη της εκάστοτε κοινωνίας να βρει τις δικές της οάσεις στην έρημο που αντιμετωπίζει μέσα από τα καθημερινά ατομικά μα και κοινά προβλήματα.
Επομένως εύλογα προκύπτει η απορία του κατά πόσο υφίστανται κοινές αιτίες πολλές ή ακόμα και μία, μόνη και μοναδική, οι οποίες οδηγούν τους εραστές της τέχνης να εκφράζονται. Αν δεν παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην ψυχή κάθε καλλιτέχνη συνυπάρχει και πορεύεται η ανάγκη να θρέψει πολιτιστικά την κοινωνία του, με την δική του προσωπική ανάγκη έκφρασης, τότε οδηγούμαστε στην πεποίθηση ότι όντως υπάρχει ένας κοινός για όλους λόγους να ταχθούν στις υπηρεσίες της τέχνης.
Το περίεργο όμως είναι ότι ο κοινός αυτό λόγος θέλει χρόνο πολύ για να συνειδητοποιηθεί από πλευράς κάθε καλλιτέχνη. Αυτό που σίγουρα ξέρει καθένας τους είναι η δική τους ξεχωριστή προσωπική ανάγκη. Η κοινωνική, κοινή ανάγκη πιστεύω ότι χρειάζεται χρόνο αρκετό για να ωριμάσει στην αγκαλιά της ατομικότητας του καθενός. Έτσι ίσως εξηγείται ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες κινδυνεύουν να θεωρηθούν ή ακόμα και να κατηγορηθούν ως στρατευμένοι, σε αρκετά μεταγενέστερο χρονικά επίπεδο της παραγωγής τους.
Ειδικά όμως στη σημερινή εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική ταχύτητα σε όλους τους τομείς της, ίσως ο χρόνος που απαιτείται για να συνειδητοποιήσει κάποιος πως υπηρετεί την κοινή πολιτιστική δίψα να είναι ακόμα μεγαλύτερος από τις προηγούμενες εποχές. Για να αποδειχθεί βέβαια η αλήθεια μιας τέτοιας υπόθεσης χρειάζεται λεπτομερής και μακράς διάρκειας μελέτη των μορφών τέχνης.
Εξ αφορμής της ερώτησης του τίτλου, η οποία μου τέθηκε προσφάτως από αναγνώστη μου, άρχισε το γαϊτανάκι των σκέψεών μου.
-‘Γιατί γράφω;’
-‘Ναι. Γιατί γράφεις; Σε τι αποσκοπείς; Και αλήθεια σε τι αποσκοπεί ο συντάκτης που σε υποστηρίζει;’
Η ερώτηση αυτή δεν θα έπρεπε να με αιφνιδιάσει ούτε να με εκπλήξει. Κάθε αναγνώστης σου μπορεί να έχει την απορία όταν σε διαβάζει όχι μόνο πώς είσαι ως άνθρωπος, πώς σου έρχονται οι ιδέες σου, μα και γιατί μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία, να γράφεις. Αυτό όμως που με εξέπληξε ήταν η προέκταση της ερώτησης. Με ρώτησαν για το σκοπό, δηλώνοντας έτσι περίτρανα το σήμα κατατεθέν μιας εποχής που ταλανίζεται από τη μάστιγα του απώτερου εξατομικευμένου στόχου. Γιατί ο στόχος σίγουρα προαπαιτείται με την έννοια του οράματος, ώστε να υπάρχει κινητήριος δύναμη δημιουργίας μα δε θα’πρεπε να είναι εξατομικευμένος. Και ο άνθρωπος του σήμερα, ο αναγνώστης ο σημερινός, αντιμέτωπος με τα διογκωμένα προβλήματα αλλοτρίωσης, μοναξιάς, αδιεξόδων δεν μπορεί παρά να εκφράσει το πιστεύω της εποχής του, αυτό με το οποίο γαλουχήθηκε.
Πιστεύει λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος ότι ο λόγος για τον οποίο κάποιος γράφει ή εκδίδει είναι πρώτιστα προσωπικός. Προσωπικό συμφέρον δημοσιότητας, κέρδους, αναγνωρισιμότητας, ικανοποίησης ατομικού ψώνιου, είναι κατά την άποψή του η κυρίαρχη αιτία.
Σκέφτηκα όμως αμέσως μετά ότι ίσως δε φταίει μόνο η εποχή η οποία γεννά αυτήν την πεποίθηση. ‘Φταίει’ αν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει αυτό το ρήμα, το έργο αυτό καθεαυτό που παράγεται από τους συγγραφείς του σήμερα. Διότι όπως κάθε καλλιτέχνης αποτελεί σηματοδότη της εποχής του έτσι και ο συγγραφέας. Όσο και να θέλει να πρωτοτυπήσει ένας συγγραφέας τα όρια του είναι σε ένα βαθμό περιορισμένα. Εκφράζεται με τους τρόπους και τη γλώσσα με την οποία ζει και μεγαλώνει σε καθημερινή βάση.
Αν λοιπόν κοιτάξει κάποιος λίγο εξ αποστάσεως και υποψιασμένος το σημερινό συγγραφικό έργο θα διαπιστώσει μια τεράστια διαφορά σε σχέση με το αντίστοιχο έργο παλαιότερων εποχών. Όχι μόνο είναι πολύ μεγαλύτερο σε όγκο και πολλών περισσοτέρων εκπροσώπων μα είναι κατά βάση ατομικής ιδεολογίας.
Όλοι σχεδόν οι προγενέστεροι συγγραφείς μας ήταν ταγμένοι στην υπηρεσία της ανάγκης να εκφραστούν πολιτικά, να μιλήσουν έστω και με υπαινιγμούς για κοινά εγχώρια ή παγκόσμια προβλήματα, να αφυπνίσουν το μυαλό των αναγνωστών, να προβληματίσουν. Χωρίς να δίνουν απαντήσεις, χωρίς να θέτουν παρωπίδες, χωρίς να κρύβουν αλλά και χωρίς να επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις, έπλεκαν το μύθο έτσι ώστε να θέσουν στην τελευταία τους σελίδα ερωτήματα που ο καθένας είχε την ελευθερία να διαχειριστεί στο μέλλον διαφορετικά.
Σήμερα οι αναγνώστες μας δυστυχώς στερούνται αυτήν την ευκαιρία. Η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία μπορεί να τιτλοφορηθεί ως ‘ατομική λογοτεχνία’. Η λογοτεχνία σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ υπόθεση ατομική. Η πλειονότητα των έργων, μυθιστορημάτων, δοκιμίων, συλλογών διηγημάτων, ποιημάτων καθρεφτίζει την ψυχή του δημιουργού, ο οποίος όμως παγιδεύεται τόσο πολύ να θαυμάζει το καθρεφτιζόμενο είδωλό του ώστε να καταλήγει δυστυχώς να ξεχνά τις ανάγκες του αναγνωστικού του κοινού.
Ο συγγραφέας σήμερα κατά κανόνα, είτε υιοθετεί το στυλ της λεγόμενης κινηματογραφικής γραφής είτε παραμένει εραστής του λυρισμού, μένει στην θέαση του ψυχισμού του. Δεν αντιλέγει βέβαια κανείς ότι ο ψυχισμός του έχει πολλά κοινά με τον ψυχισμό των αναγνωστών του, εφόσον όλοι μας ταλανιζόμαστε από τα κοινά ‘ψυχολογικά’ προβλήματα που προκαλεί η εποχή μας μα αυτό δεν αρκεί εφόσον μένει μόνο έτσι. Δεν επέρχεται κάθαρση όταν απλώς αναγιγνώσκεις εικόνες και σκέψεις που σου φαίνονται οικείες. Δεν επέρχεται κάθαρση με το να παρακολουθείς ως θεατής τηλεοπτικού ή κινηματογραφικού σκηνικού συνεχή εναλλασόμενη δράση. Επέρχεται κάθαρση όταν μυείσαι στην ομορφιά της γλώσσας σου, όταν βιώνεις και γίνεσαι μάρτυρας της λύσης του δράματος, όταν υιοθετείς μέσα από την ανάγνωση κριτική ματιά της καθημερινότητας, όταν μαθητεύεις στην σύνδεση αιτίου και αιτιατού, όταν μαθαίνεις να ‘κοιτάς’ βαθύτερα, όταν συμπάσχεις μα ταυτόχρονα προβληματίζεσαι και διδάσκεσαι σε σχέση πάντα με αυτά για τα οποία διαβάζεις.
Πόσοι όμως σήμερα γράφουν έτσι; Πόσοι πονούν και θέλουν όχι μόνο να φτιάξουν τη δική τους όαση μα και να συνεισφέρουν στη δημιουργία και διεύρυνση μιας κοινής οάσεως; Δε θα είμαι πεσσιμίστρια μα ούτε και υπερβολικά εθελοτυφλούσα. Θα αποδεχτώ την αλήθεια μας. Η αλήθεια μας είναι ότι μπορεί ποσοτικά να εκδίδονται πολλά μα πάρα πολλά βιβλία μα λίγα είναι αυτά που δεν οδηγούν και δεν προκαλούν μια επιφανειακή ανάγνωση. Υπάρχει πρόβλημα πενίας σήμερα. Πενίας της συλλογιστικής βαθιάς σκέψης και πράξης και αν πρέπει οι σημερινοί συγγραφείς να ταχθούν κάπου και να δράσουν στρατευμένα, η εποχή τους πλέον τους καλεί ολοφάνερα.
Πρέπει οι λέξεις τους που γεμίζουν σελίδες, το μελάνι τους που αφήνει το δικό τους χνάρι, να στριμώξει την πολιτιστική μας έρημο. Όχι μόνο με τη στείρα κριτική, όχι μόνο με την απλή αποτύπωση των δρώμενων μα πάνω από όλα με τη δημιουργία ενός αφυπνιστικού μηχανισμού. Πρέπει να ξυπνήσουμε. Ναι λοιπόν για αυτό γράφω. Γράφω για να μένω ζωντανή, για να ξυπνώ, μα όχι μόνη. Ποτέ μόνη. Μόνο παρέα με τους συνανθρώπους μου.