Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Ο ΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΠΙΠΙΖΑ

Ο ΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΠΙΠΙΖΑ

Παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά – Θεατρική Ομάδα ‘Μίμηση Πράξης’
Σκηνοθ.: Π. Σερεφίδης

Ο τίτλος από τη μια που προκαλεί αρχικά περιέργεια και αδημονία στους μικρούς μας φίλους ‘μα είναι ποτέ δυνατόν ένας ταύρος να παίζει πίπιζα; Και τι είναι η πίπιζα αλήθεια;’ αλλά και το όνομα του ηθικού αυτουργού-δημιουργού του παραμυθιού (Ευγένιος Τριβιζάς) που αποτελεί εγγύηση για τους γονείς σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη θεατρική ομάδα (Μίμηση Πράξης) που κουβαλά στο ενεργητικό της πάντα εξαιρετικές παραστάσεις, καθιστούν δυνατό κίνητρο για να επιλέξει ο θεατής να παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παιδική παράσταση.
Σε αυτό το παραμύθι η πραγματικότητα με την κοινωνία των ανθρώπων από τη μια και η φαντασία με την κοινωνία των ζώων από την άλλη, είναι οι δύο κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους τυλίγεται η πλοκή. Κεντρικόί πρωταγωνιστές ένας πετυχημένος ταυρομάχος που από την αρχή κερδίζει την καρδιά των θεατών του παρά το άχαρο και ταυτόχρονα άσχημο χαρακτηριστικό της δουλειάς του: Σκοτώνει ταύρους ναι αλλά όλοι τον θαυμάζουν ακριβώς γι’αυτό. Παρουσιάζεται ο ταυρομάχος μας περήφανος στην αρχή του έργου και όλο καμάρι να περιμένει ένα ηλιόλουστο πρωινό στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου να περάσει η ώρα μέχρι να πάει στην αρένα για άλλη μια ταυρομαχία που πρέπει όπως και στις άλλες να διαπρέψει. Η τοπική κοινωνία έχει ξεσηκωθεί και αδημονεί να τον θαυμάσει επί το έργο του. Εκπρόσωποί της, ο δήμαρχος της πόλης, ο ιδιοκτήτης της αρένας που γεμάτος χαρά παρηφανεύεται για το ότι τα εισιτήρια του αγώνα έχουν προπωληθεί όλα, ο δημοσιογράφος που εμφανίζεται μαζί με το φωτογράφο για να του πάρει την περιβόητη συνέντευξη, ο γλύπτης που έρχεται να του πάρει τα μέτρα για να του φτιάξει τον ανδριάντα του που θα στηθεί στην κεντρική πλατεία της πόλης, είναι αδιάψευστες μαρτυρίες του θαυμασμού που αξίζει να βιώνει ο ταυρομάχος για τις ικανότητές του. Η σημερινή ταυρομαχία θα είναι η εκατοστή και έτσι θα έχει συμπληρώσει εκατό στη σειρά επιτυχημένες και αξιοζήλευτες εμφανίσεις στην αρένα. Ακόμα και ο καμαριέρης που του φέρνει πρωινό και αναλαμβάνει να καθαριστεί και να σιδερωθεί το κόκκινο πανί του, συνεχώς του ζητάει αυτόγραφα με κομμένη, από το δέος του απέναντι στον ταυρομάχο, φωνή.
Η χαρά που μόνιμα ζωγραφίζει το πρόσωπο του και δίνει λάμψη στα μάτια του γεννά αυτομάτως αγάπη και θαυμασμό στην ψυχή των μικρών μας φίλων. Ξαφνικά όμως εμφανίζονται δύο παρουσίες που φέρνουν τα πάνω κάτω και διασαλεύουν το καθεστώς της δημιουργηθείσας ατμόσφαιρας. Πρώτη η κοπέλα που αγαπά ο ταυρομάχος και δεν της έχει αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα ώστε να είναι σίγουρος ότι τον αγαπά όχι για τη φήμη του αλλά για αυτόν τον ίδιο καθώς και μία αγελάδα που έρχεται να τον επισκεφτεί στο δωμάτιό του καταρρίπτουν αυτό το πέπλο της αίγλης που τον τύλιγε μέχρι τώρα. Μα πώς μπορεί να σκοτώνει ταύρους; Δεν αγαπάει τα ζώα; Είναι λοιπόν τόσο μοχθηρός; Η κοπέλα δεν μπορεί με τίποτα να μοιραστεί τη ζωή της με κάποιον που περνά τη ζωή του μέσα σε αιμοτοχυμένες αρένες. Το δίλημμα για τον ταυρομάχο μας έιναι μεγάλο. Θα πρέπει ή να απαρνηθεί αυτό που ξέρει τόσο καλά και για αυτό του αρέσει να κάνει ή να δεχτεί να χάσει τη μοναδική του αγάπη. Και η αγελάδα; Η αγελάδα δεν είναι άλλη από τη γυναίκα του ταύρου με τον οποίο πρόκειται να μονομαχήσει σε λίγη ώρα σήμερα στην εκατοστή του ταυρομαχία. Τι θα κάνει ο ταυρομάχος μας; Δύο δυνάμεις αντίθετες, αιώνιες συντρόφισσες της ανθρώπινης φύσης σκιαγραφούνται με πολύ πετυχημένο τρόπο από την πένα του συγγραφέα. Η αγάπη για τους άλλους και η αγάπη για τον εαυτό μας. Πόσο είμαστε διατεθιμένοι να χάσουμε ή να εγκαταλείψουμε αυτό που μας δίνει χαρά προκειμένου να βιώσουμε τη χαρά μαζί με τους άλλους μέσα από τους δικούς τους τρόπους;
Οι διάλογοι αλλά και τα τραγούδια – με εξαίρεση κάποια που λέγονται playback- αποδίδονται με επιτυχία και η εξέλιξη του μύθου είναι αριστοτεχνική. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο μύθος εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε σταδιακά κάθε μήνυμα –προβληματισμός δίνεται φυσιολογικά μέσα από τη ροή της ιστορίας. Ακόμα και ο μικρός σε ηλικία θεατής μπαίνει ασυναίσθητα βέβαια αλλά ουσιαστικά στη διαδικασία να συνδέει το αίτιο και το αιτιατό της ιστορίας. Μαθαίνει να σκέφτεται ότι κάθε συμπεριφορά και στάση ζωής έχει μια βάση, μια προέλευση και είναι αποτέλεσμα σκέψης και συνειδητής απόφασης. Η εξήγηση που δίνεται από τον ταυρομάχο για την αιτία που τον οδήγησε σε αυτή τη δουλειά, αυτόν που όνειρό του ήταν να είναι ιδιοκτήτης ανθοπωλείου, αφήνει στα παιδιά τους πρώτους σπόρους της σκέψης ότι πολλές φορές το απρόβλεπτο της ζωής σε οδηγεί σε άλλα, ξένα από τη φύση σου μονοπάτια αλλά τη φύση σου ποτέ δεν τη χάνεις και ούτε και μπορείς να την απαρνηθείς.

Και τελικά παιδιά αλλά και ενήλικες καταλαβαίνουν ή θυμούνται ανάλογα με την ηλικία τους κάτι που έχει παρεξηγηθεί και για αυτό βιώνεται λάθος. Δεν υπάρχει δικός μου ή δικός σου τρόπος χαράς μόνο. Υπάρχουν και κοινοί τρόποι. Τρόποι που μετουσιώνονται σε λόγο κοινό για όλους τους ανθρώπους αλλά και για τους ανθρώπους και όλη την υπόλοιπη φύση επίσης. Και δεν είναι άλλος από της αγάπης το μεγαλείο. Η χαρά της αγάπης που σε οδηγεί σε πραγματική, ουσιαστική αλλαγή των θέλω σου και σε βοηθά να καταλάβεις ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται σε αυτές τις μικρές απλές κινήσεις που όμως είναι τόσο μεγάλες σε επίδραση. Ο ταυρομάχος βρίσκει τον τρόπο μέσα από την αγάπη να συμβιβάσει τα φαινομενικά αντίθετα. Η εκατοστή του ταυρομαχία είναι ουσιαστικά η πρώτη του απόπειρα να αποδείξει ότι με πυξίδα την αγάπη η αρμονική, ειρηνική συνύπαρξη όλων στο βασίλειο της φύσης, είναι εφικτή.
Φεύγοντας σιγοψυθιρίζεις τους στίχους του τραγουδιού με το οποίο κλείνει η ιστορία μας και θυμάσαι αχνά κάπως ότι αυτό το μήνυμα κάποτε στα πρώιμα μαθητικά σου χρόνια το είχες ξαναπάρει ‘Αν όλα τα παιδιά της γης δέναν γερά τα χέρια, κορίτσια αγόρια στη σειρά και στείνανε χορό, ο κόσμος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος και ολόκληρη τη γη μας θ’αγκάλιαζε θαρρώ...’
Μόνο που σε αυτό το παραμύθι δε δίνουν τα χέρια μόνο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι και τα ζώα...δηλαδή όλοι όσοι ανήκουν στη φύση. Πολύ αισιόδοξο το μήνυμα και ειρηνικό αφού η λύση του μύθου της ιστορίας έρχεται με τον ταυρομάχο να θαυμάζει επί σκηνής τον ταύρο να παίζει πίπιζα!

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Χάρις Αλεξίου- Η αγάπη θα σε βρει όπου και να'σαι

Είναι ο χώρος που διαμορφώνει τον καλλιτέχνη ή ο καλλιτέχνης το χώρο;
Ερώτημα που κρέμεται σαν ομπρελίνο πάνω από την τέχνη προσπαθώντας χάρη στην αδυναμία του και εγγενή δυσκολία του να απαντηθεί, να προστατέψει την εκάστοτε προσπάθεια έκφρασης της τέχνης από κακόβουλες κριτικές. Γιατί όταν γίνεσαι μάρτυρας καλλιτεχνικής έκφρασης που δε σε γεμίζει αμέσως προτού αρχίσει να εκτοξεύεται λόγος κριτικής που καταδικάζει, που ρίχνει στα Τάρταρα τον καλλιτέχνη έρχεται, ανοίγεται από πάνω σου και σε συγκρατεί με τον προβληματισμό που σου εμφυτεύει.
Προβληματίζεσαι λοιπόν και αναρωτιέσαι κατά πόσο όντως φταίει ο καλλιτέχνης ο αγαπημένος σου που δεν δονήθηκαν της ψυχής σου οι χορδές στο σύνολό τους παρά μονάχα λεπτοί παλμοί αδιόρατα και σχεδόν ανεπαίσθητα ήρθαν να σε συναντήσουν;
Μήπως φταίει το κοινό του; Μήπως φταίει η πνοή του χώρου που ουσιαστικά ίδια με ένα παγωμένο κύμα αέρα ακινητοποιεί τους θεατές και τους καθιστά ανήμπορους να βιώσουν τη μέθεξη;
Προ ημερών ολίγων προβληματίστηκα πάλι πηγαίνοντας στο Παλλάς να παρακολουθήσω την ‘αγάπη που θα με βρει όπου και να μαι’. Γιατί ναι μεν αισιόδοξος και πολλά υποσχόμενος ο τίτλος της συναυλίας, βασισμένος ταυτόχρονα στην παρακαταθήκη 40 ολόκληρων ετών μουσικής πορείας και τραγουδιών-σταθμών που επιστεγάζονται και ενδυναμώνονται με τη σημερινή κατάθεση των νέων τραγουδιών της Χαρούλας, με το ‘Μεγαλώνω΄ να κυριαρχεί , αλλά η ίδια η συναυλία μία άνευρη εμπειρία που δεν μπόρεσε με τίποτα να θυμήσει μέθεξη κατά τη διάρκειά της.
-‘Μα τι σας έχω κάνει σήμερα;’ Αναρωτήθηκε φωναχτά η Χαρούλα στο δεύτερο μέρος μετά τη Ρόζα χαμογελώντας με παράπονο και ένιωσες τα πρόσωπα όλων μέσα στο σκοτάδι να μειδιούν αναρωτηθέντες και οι ίδιοι εσωτερικά γιατί το χειροκρότημα είναι τόσο αδύναμο και δειλιάζει να εκφραστεί; Για τα χείλη δε που μάταια και με τεράστια δυσκολία αποτόλμησαν να σιγοψιθυρίσουν στίχους αγαπημένους, παλιές θύμησες της ενηλικίωσής τους, των ερώτων τους, των απογοητεύσεών τους, των παθημάτων και θαυμάτων της ψυχής τους που η μεγάλη σε βάθος ψυχής ερμηνεύτρια έχει συνοδέψει και σηματοδοτήσει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε λόγος.
Ούτε λόγος γιατί τα χείλη που τόλμησαν, αμέσως πάγωσαν από την πνιγερή σιωπή του πλήθους που απαθές θαρρείς, αμέτοχο, νεκρωμένο στεκόταν και άκουγε, άκουγε μόνο χειροκροτώντας για λίγο στο τέλος, τόσο σε ένταση και διάρκεια όσο νόμιζε ότι του επιτρεπόταν από το χώρο!
Και γίνεσαι έτσι ξαφνικά μάρτυρας για άλλη μια φορά πολυπαθής της εποχής σου. Μιας εποχής τόσο παράλογης που δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους. Πηγαίνει ο κόσμος στην ποιότητα, δείχνει ότι την αποζητά και πηγαίνει, γεμίζει το χώρο και όμως μένει απαθής. Υποτάσσεται στο υποτιθέμενο πρωτόκολλο συμπεριφοράς που θεωρητικά του επιβάλλει το περιβάλλον. Η συναυλία είναι συνυφασμένη όπως κάθε μορφή μέθεξης τέχνης με λύτρωση, ξαλάφρωμα, κάθαρση ψυχής. Αν η κάθαρση στην διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης εκφράζεται με βουβό πόνο, θλίψη, αναταραχή ή γέλωτα που εκφράζεται με όλους τους δυνατούς τρόπους που μας παρέχει η γλώσσα του σώματος, η κάθαρση της συναυλίας αν μη τι άλλο εκφράζεται και με τραγούδι. Μιας τέτοιας τουλάχιστον μορφή συναυλίας. Παλαμάκια συνοδευτικά, τραγούδι και κίνηση που σε παρασύρει.
Περίμενα ένα πλήθος να γίνει μια αγκαλιά, ένα στόμα, ένα χειροκρότημα, μια κίνηση…
Περίμενα ένα θέατρο που λειτουργώντας ως συναυλιακός χώρος θα έδειχνε τουλάχιστον ότι δεν έχει ξεχάσει το νόημα της λέξης …
Συναυλία, συν και αυλός δηλαδή, όλοι συμμετέχουμε. Και όμως το συν απουσίαζε οικτρά και έντονα αυτό το βράδυ που βρέθηκα εκεί. Και έτσι το ερώτημα παραμένει : Πόσο ο χώρος επηρεάζει την έκφραση; Και αν όντως την επηρεάζει έτσι, μήπως πρέπει να θυμηθούμε αυτό που και η λαϊκή σοφία ποικιλοτρόπως έχει εκφράσει σχετικά με το ‘έκαστος στο είδος του΄ και να το επεκτείνουμε όσο είναι καιρός και στη χρήση των χώρων; Γιατί τελικά ίσως κάθε χώρου η αποπνέουσα ατμόσφαιρά των τοίχων, των διαδρόμων του, των καθισμάτων του, των σκαλοπατιών του και του φωτισμού του, τον προορίζει για συγκεκριμένου είδους εκφράσεις τέχνης;

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΕΣΤΛΙΝ ΚΑΜΜΙΝΓΚΣ



Και εφ'όσον περί παραμυθιού ο λόγος, γιατί λίγο ο καιρός, έντονη βροχή και δυνατό για τα μεσογειακά μας δεδομένα κρύο, λίγο και η ώρα, βραδινή, βουτηγμένη στα βαθιά, προχωρημένα πέπλα της νυχτιάς, σε κατακλύζει η ανάγκη για παραμύθι να αρχινίσει...
κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη ,
και έτσι ξετυλίχτηκε η ανέμη των παραμυθιών του Κάμμινγκς.
Τίτλος του βιβλίου "Παραμύθια", εκδόσεις Νεφέλη 2009 (ISBN 978-960-211-940-2)και συγγραφέας ο Έντουαρντ Έστλιν Κάμμινγκς (Edward Estlin Cummings, 1894-1962), από τους σημαντικότερους, όπως αναφέρεται, Αμερικανούς ποιητές του εικοστού αιώνα. Αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε δημιουργία είναι ένα όνειρο που υλοποιείται και παίρνει μορφή διαφορετική ανάλογα με το είδος της τέχνης που το εκφράζει,τότε εύκολα μπορεί να σκεφτεί ότι το όνειρο που εκφράζει ένας παραμυθάς είναι φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που αποτελούν και το όνειρο του ποιητή. Γι' αυτό και δεν με ξενίζει καθόλου αλλά το βρίσκω και πιο φυσικά αναμενόμενο κάθε ποιητής σε κάποια φάση της πνευματικής του πορείας να γίνεται παραμυθάς ή ένας παραμυθάς να γράφει στίχους.Πιο πιθανό θεωρούσα πάντα ένας καλός παραμυθάς να είναι και ποιητής ή να γίνεται, και τούμπαλιν παρά ένας διηγηματογράφος ή μυθιστοριογράφος να γράφει παραμύθια. Γιατί; Μα γιατί τα παραμύθια των οποίων ο κεντρικός άξονας ύπαρξης τους είναι να μεταδώσουν αλληγορικά τη διδαχή, να δώσουν το επιμύθιο, είναι κατά βάση πάντα ποιητικά. Ποιητικά γιατί όχι μόνο ποιούν ήθος αλλά γιατί οι λέξεις τους και οι εικόνες τους είναι ποιητικές. Γίνονται οχήματα που απλά σε μεταφέρουν αλλού. Κάνουν το απίθανο να συμβαίνει, δίνουν ψυχή και πνοή στο άυλο, είναι οι λέξεις τους πουλιά που σε ταξιδεύουν και σε βοηθούν να τα βλέπεις όλα αλλιώς. Σαν να τα ξανανακαλύπτεις ένα πράγμα...Θυμάμαι την αίσθηση που είχα όταν διάβασ πρώτη φορά μου παραμύθι για μεγάλους. Ένιωσα τόση έκπληξη, όταν είδα μια φαινομενικά απλοϊκή ιστορία να με κάνει να νιώθω ότι ανακαλύπτω τον άλλο κόσμο, αυτόν που δεν είναι μικρός, ούτε συμβατικός, πόσο μάλλον κάλπικος ή θνητός. Πέρασα σαν την Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη και πήγα στη χώρα των θαυμάτων, στη χώρα αυτή της οποίας ο κόσμος είναι ο μόνος γνήσιος και γι' αυτό αιώνια ζωντανός. Ίδια έκπληξη με αυτή που είχα και ακόμα έχω όταν διάβάζοντας ένα στίχο ή περισσότερους περνώ πάλι πίσω από τον καθρέφτη με λέξεις τόσο απλές και νοήματα τόσο φαινομενικά απλοϊκά...
Αυτήν την έκπληξη βίωσα όταν διάβασα και τα παραμύθια του Κάμμινγκς. Παραμύθια και για μεγάλους για να μην πω πρωτίστως γι'αυτούς. Αν και πραγματικά θεωρώ άσκοπο και άνευρο, άνευ ουσίας το διαχωρισμό των παραμυθιών με βάση τα ηλικιακά γκρουπ στα οποία υποτιθέμενα απαυθύνονται. Γιατί τα παραμύθια απευθύνονται σε όλους ανεξαρτήτως ηλικίας ή συναισθηματικής ωρίμανσης όπως ακριβώς και τα ποιήματα. Και αυτό είναι και το βασικότερο θεμέλιο της μεγάλης δύναμης που έχουν, η ποίηση και η παραμυθία, και της τεράστιας επίδρασης που ασκούν.
'Παραμύθια' λοιπόν τα τέσσερα πεζογραφήματα του Κάμμινγκς με όλα τα μαγικά υλικά για όλους μας. Στο προλογικό σημείωμα ο αναγνώστης πληροφορείται ότι οι τρεις από τις τέσσερις ιστορίες γράφτηκαν από τον ποιητή για την κόρη του Νάνσυ ενώ η τέταρτη (Ο ελέφαντας και η πεταλούδα)πιθανολογείται ότι γράφτηκε μετά το 1948 για το μικρό του εγγονό.
Το επιμύθιο δε δίνεται άμεσα αλλά αφήνεται στην αίσθηση που δημιουργείται στον αναγνώστη / ακροατή. Φτιάχνει ο καθένας το δικό του με βάση τις χορδές της ψυχής του που περισσότερο δονούνται. Τα δικά μου ήταν κάπως έτσι όπως τα περιγράφω στις αναρτήσεις που ακολουθούν με τίτλο το καθένα από τα τέσσερα παραμύθια...