Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

«Όταν ένα ‘ι’ αλλάζει σε ‘η’»...

«Όταν ένα ‘ι’ αλλάζει σε ‘η’»
                                                περί "Γουδιού" ή "Γουδηού"  ο λόγος;;;

Ένας από τους μύθους που συντροφεύουν τους έχοντες την ιδιότητα του φιλολόγου είναι η εικόνα τους να περνούν ατελείωτες ώρες μπροστά σε λεξικά ή σε βιβλία γλωσσολογίας ψάχνοντας να βρουν τις μυστηριώδεις αποσκευές κάθε λέξης, την ιστορία της. Εγώ πάλι ενώ μαγεύομαι όταν τις ακούω, τις ξαναθυμάμαι ή τις ανακαλύπτω, ανήκω σε αυτούς θα ανατρέξω στη βοήθεια ενός λεξικού πρωτίστως λόγω μιας ερώτησης που θα μου ζητήσει τη σιγουριά της επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Η σημερινή αναζήτηση ξεκίνησε κάπως έτσι. Πίνοντας τον καφέ μου γίνομαι μάρτυρας συνομιλίας μαμάς και παιδιού. Τα σχολεία αναμένονται να ανοίξουν οπότε καιρός είναι να τελειώσουν αυτό το ρημαδιασμένο βιβλίο των καλοκαιρινών διακοπών. Τσουπ την ώρα που σηκώνω την αχνιστή μου κούπα αρχίζει δίπλα μου η κατσάδα του αγωνιώδη γονιού.
-Καλά το μυαλό σου πού είναι;;; Πόσες φορές πρέπει να το πούμε; Όταν έχεις «το» μπροστά τα γράφεις όλα με ‘ι’ στο τέλος. Όλα ανεξαιρέτως εκτός βέβαια από τις εξαιρέσεις...
-«Είσαι άδικη. Λες ψέματα. Ψέματα.» πετάγεται ο/η εκπρόσωπος της μαθητιώσας νεολαίας. Και η γειτονιά μας γιατί γράφεται με ‘η’; Ε, μου λες;

Σιωπή. Στήλη άλατος η μαμά και εμένα με τρώει η περιέργεια...ποια είναι η περιοχή; «Γουδί παρακαλώ» ακούς την εντολή στο ταξί που τους παίρνει άρον άρον και έρχεται αυτή η άλλη απορία.

Περί Γουδιού ή Γουδηού ο λόγος; Γιατί για όσους δεν το έχετε παρατηρήσει να σάς διαφωτίσω. Το Γουδί έχασε κάποια στιγμή το ‘ι’ του και απέκτησε ένα ‘η’ στις ταμπέλες του τόοοσο μεγάλο. Και μένεις με την απορία, φιλόλογος ή όχι, πώς γίνεται αυτό;

Άνοιξα το λεξικό και ανέτρεξα και στις γλωσσολογικές μου πηγές. Λοιπόν ξαναθυμήθηκα ότι οι περισσότερες γειτονιές της Αττικής απέκτησαν προσωνύμια από τις οικογένειες που κατείχαν την πλειονότητα των κτημάτων. Κάποτε δηλαδή έλεγαν «στου Γαλάτση», «στου Βαρυμπό(μ)πη», «στου Γουδή» (ναι ναι υπήρχε μεσαιωνική οικογένεια με επίθετο Γουδή). Κάποτε, γιατί κάποια στιγμή οι κάτοικοι άρχισαν να λένε «μένω στο/στη» και «όχι μένω στου». Και έτσι φυσικά η γλώσσα προσαρμόστηκε στις ανάγκες των εκφραστών της, πέταξε το ‘η’ και το έκανε ‘ι’.

Η γλώσσα το έκανε μα οι υπεύθυνοι για τις ταμπέλες με τα προσωνύμια δεν το έκαναν. Και αυτό το ‘η’ που έγινε ‘ι’ πολύ με προβλημάτισε. Όχι γιατί έγινε αλλά για το τι γίνεται αφότου έγινε. Αν για κάθε αλλαγή που επιβάλλεται από τις επιταγές της εποχής της μένουμε κολλημένοι στο πριν, πόσα πέρα δώθε η-ι και ι-η μάς περιμένουν;

Αν ένα προσωνύμιο παραμένει γραμμένο με λάθος τρόπο παραπλανώντας τα παιδικά μυαλά τότε το γίνεται με την καθεστηκυία τάξη που πρέπει πια να αποδεχτεί την ανάγκη της αλλαγής της;

Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι. Μα ξέρω ότι η κορυφή του βουνού κατακτιέται τελευταία. Και στους πρόποδες του είναι όλες αυτές οι μικρές ατομικές αλλαγές που πρέπει, αν αποδειχτούν από το κοινό αίσθημα αναγκαίες, αν μη τι άλλο να γίνουν συνείδηση. Αυτές οι μικρές αλλαγές θα ανοίξουν το δρόμο για τις μεγάλες ουσιαστικές. Αλλιώς έτσι θα είναι αν έτσι νομίζουμε...δε νομίζετε; 

Τα περασμένα δεν είναι όνειρο - Θοδωρής Καλλιφατίδης , Εκδόσεις Γαβριηλίδης


                Ραντεβού σήμερα με το πρόσφατο έργο του αγαπημένου Θοδωρή Καλλιφατίδη. Εν έτει 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το βιβλίο του με τίτλο «Τα περασμένα δεν είναι όνειρο», το οποίο και τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας 2013.



Τα περασμένα δεν είναι όνειρο, Θοδωρής Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
                Πολλές είναι οι φορές που νιώθεις ότι κάτι που ζεις έχεις ήδη προλάβει να το ονειρευτείς. Και πολύ περισσότερες ακόμα είναι οι φορές που ονειρεύεσαι να ζήσεις κάποια στιγμή αυτό που τόσο πολύ και για τόσο καιρό εύχεσαι και διακαώς επιθυμείς. Τι γίνεται όμως με αυτά που έχεις ήδη ζήσει; Αν δεν πέσουν στον καιάδα της λήθης, εξωραίζονται στη χώρα του ονείρου; Κάποιες δε φορές όταν είναι τόσο ωραία τα περασμένα φοβάσαι ότι τα ονειρεύτηκες και ότι δεν τα έχεις ζήσει ποτέ;
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης παίρνει από το χέρι τη δική του μνήμη και επισκέπτεται όχι μόνο τις ευχάριστες ονειρεμένες παρελθοντικές του στιγμές, αλλά όλη του τη ζωή όπως γεννήθηκε και εξελίχθηκε μέχρι σήμερα. Πιάνει από το χέρι τα αγαπημένα του πρόσωπα που στάθηκαν φάροι φωτισμένοι στη ζωή του και μάς ταξιδεύει στη γεύση των κουραμπιέδων της μαμάς του, στα χρόνια της Κατοχής στους Μολάους, στη διαφυγή του στην Αθήνα με τον πατέρα του πίσω στη φυλακή από τους Γερμανούς, στη μετανάστευσή του στη Σουηδία.
Προσωπικά θεωρώ τον κο Καλλιφατίδη χαρισματικό στη συγγραφή του. Η πένα του μιλάει με φωνή, άλλοτε πιο βροντερή και άλλοτε πιο χαμηλότονη. Μα μιλάει και ξυπνάει τις μνήμες τις εσωτερικές στον κάθε αναγνώστη του, προσφέροντας μια νέα αφορμή εκκίνησης του εσωτερικού μας ξυπνήματος.

Μπορεί μια αναπόληση σε μορφή χρονικού βιογραφίας να μην αγγίζει όλα τα γούστα. Μα η ειδοποιός διαφορά αυτής της κατάθεσης της συγκεκριμένης προσωπικής ιστορίας κουβαλά το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό της πενυματικής γραφής του κου Καλλιφατίδη. Ανακαλύπτει και σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο τα κανάλια επικοινωνίας που ενώνουν τη μοίρα του τόπου μας με τη μοίρα των ανθρώπων του. Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης αποδεικνύει για άλλη μια φορά το μεγαλείο της αλληλεπίδρασης μεταξύ της πατρίδας μας και των παιδιών της.