Κυριακή 7 Απριλίου 2013

«Αναζητώντας την εστία μας...» -




«Αναζητώντας την εστία μας...»

Το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου «Εστία»  και ο απόηχός του....

Λένε ότι ''εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή''. Για την ακρίβεια αυτό το απόσπασμα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της φράσης  που είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1847 στο λόγο που εκφώνησε στη '' Βουλή των Ομοτίμων '' της Γαλλίας, της οποίας ήταν μέλος.  

Ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885), ένας από τους πολυγραφότερους Γάλλους ρομαντικούς συγγραφείς και ποιητές του 19ου αιώνα, θέλοντας επιγραμματικά να αποτυπώσει την πίστη του στην αναντικατάστατη αξία της παιδείας για την ανθρώπινη ζωή είπε χαρακτηριστικά ''Celui  qui ouvre une porte d'ecole, ferme une prison'' (μετάφραση: όποιος ανοίγει την πόρτα του σχολείου, κλείνει μια φυλακή). 

Αν το σχολείο θεωρείται το θεμέλιο του σπιτιού μας, τότε το βιβλιοπωλείο θα μπορούσε να αποτελεί το φωτεινό του παραθύρι. Γιατί κάθε χώρος που συγκεντρώνει την μοναδική ομορφιά της τυπωμένης σελίδας κρατά ανοιχτό το παράθυρο που κάθε βιβλίο ανοίγει στον κόσμο μας. 

Κάθε χώρος που υπηρετεί τη γνώση μετατρέπεται αυτομάτως σε οικογενειακή μας εστία μια και παρέχει ''κλίνη'' σε κάθε ανήσυχο πνεύμα που αναζητά μεταξύ άλλων το νόημα της ζωής και τρόπους ερμηνείας του. 




Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Εστία ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του Δία και προστάτιδα της οικογένειας. Από εκεί εμπνευσμένος ο κος Παύλος Διομήδης έδωσε και το όνομα «Εστία»  στο αρχικά εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1876. Το 1881, χρονιά εθνικής αντίστασης μια και μόλις είχαν προσαρτηθεί στο τότε Ελληνικό κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, τη διεύθυνση του περιοδικού ανέλαβε ο Τήνιος δάσκαλος κος Γεώργιος Κασδόνης. Μετά από τέσσερα χρόνια, εν έτει 1885 ιδρύθηκε από τον ίδιο το ομώνυμο βιβλιοπωλείο. 

Το βιβλιοπωλείο της Εστίας παράλληλα με το ομότιτλο λογοτεχνικό περιοδικό -που προηγήθηκε και παραμένει το μακροβιότερο στο είδος του- και τις ομώνυμες Εκδόσεις ταυτίστηκε στη συνείδηση της Ελληνικής λογοτεχνικής κοινότητας ως πυρήνας και «σπίτι» των καινοτόμων αντιλήψεων του δημοτικισμού, της ηθογραφίας, της αξίας και ομορφιάς της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων (χαρακτηριστικά που πρωτοεμφανίστηκαν μέσα από την περίφημη λογοτεχνική γενιά του 1880). 


                                   


Δευτέρα 1η Απριλίου 2013 και ετοιμάζοντας πρωινό ακούω τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων από δημοσιογράφους πρωινής ειδησεογραφικής εκπομπής. Μια είδηση με βρίσκει τελείως απροετοίμαστη μα το πρόγραμμα της ημέρας δεν αφήνει περιθώριο. 

Αργότερα όμως επιστρέφω για να διαβάσω λεπτομερώς την είδηση που με ξένισε, ίσως με την κρυφή ελπίδα της Πρωταπριλιάτικης φάρσας. Το βιβλιοπωλείο «Εστία» «κατέβασε ρολά μετά από 128 χρόνια αδιάλλειπτης λειτουργίας του το Σάββατο 30 Μαρτίου»Για κάποιον που αγαπά τα βιβλία και τους κατεξοχήν χώρους τους, το κλείσιμο ενός βιβλιοπωλείου προκαλεί θλίψη. 

Η θλίψη όμως και ο προβληματισμός που γεννά μια τέτοια είδηση δεν έχει ίσως πρώτιστα σχέση με το βιβλίο αυτό καθεαυτό. Κι ούτε και με την ταμπέλα της Οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζει πια την κοινή καθημερινότητα κάθε πολίτη.

Ναι το κλείσιμο μιας επιχείρησης σίγουρα μπορεί να ερμηνευτεί, να αιτιολογηθεί και να αποδοθεί με οικονομικούς όρους ειδικά σε μια εποχή που ταλανίζεται από τις άμεσες επιδράσεις -στην αγορά- της Κρίσης.

Μα είναι άδικο να μείνουμε σ’αυτό το πρώτο επίπεδο πρόσληψης αυτού του γεγονότος. Η απώλεια ενός ζωντανού οργανισμού που ο λόγος ύπαρξής του και λειτουργίας του συνδέεται με το πνεύμα μας και την προσφορά ομορφιάς στην ποιότητα της ζωής μας, μπορεί να παρουσιαστεί ως απόδειξη των κακών επιπτώσεων της υπάρχουσας κρίσης μα μπορεί και να αποτελέσει αφορμή για μία νέα στάση. Εν προκειμένω την πυροδότηση της επιθυμίας να χτίσουμε πιο γερά τους τοίχους του σπιτιού μας.

Σ’εμένα τουλάχιστον έτσι λειτούργησε και αυτό γιατί κουράστηκα πια να ακούω άσχημα και να επιτρέπω στην πικρίλα τους να μένει μέσα μου, στο βλέμμα μου, στον τρόπο που γεύομαι τη μέρα μου. Κουράστηκα γιατί πια δεν ωφελεί να μένουμε προσκολλημένοι σ το τρομακτικό μα τόσο οικείο ερώτημα των επιταγών της εποχής: Τι άλλο ακόμα; Και για πόσο;

Είπαν ότι το βιβλίο έχασε την εστία του με την έννοια του σπιτιού του φυσικά, και μοιράζομαι σήμερα την ανάγκη μου να μη χάσουμε την ελπίδα μας στην αναζήτηση μα και στην αντοχή των Εστιών που οραματιζόμαστε να δημιουργήσουμε για εμάς και αυτούς που έρχονται. 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου