Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

ΚΩΜΩΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΥΜΟΡ

Όταν ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος, σατιρικός ποιητής και πεζογράφος, δημοσίευσε το έργο του «Ιδού ο άνθρωπος» το 1886, ανέφερε στα προλεγόμενά του ότι σκοπός του μέσα απ’την παρουσίαση του προτρέτου των 126 διαφορετικών χαρακτήρων είναι η παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών που διαμορφώνουν διαφορετικούς κοινωνικούς τύπους. Και αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κατά τη γνώμη του περισσότερο επίκτητα, αποτέλεσμα των ρόλων που αναλαμβάνει καθένας μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και των ιστορικο-πολιτικών συγκυριών εντός των οποίων κινείται και κατά πολύ λιγότερο εγγενή.
Ορμώμενος δε από την πεποίθησή του ότι «Η στηλίτεψη των ατομικών ελαττωμάτων, ως και των άλλων στραβών της κοινωνίας είναι αποτελεσματική και ωφέλιμη καθώς αποτελεσματικός και ωφέλιμος είναι και ο φημισμός των ευγενών και ενάρετων πράξεων.» ένιωθε ότι με το χιούμορ και την έντονη ειρωνική του διάθεση θα οδηγούσε τους αναγνώστες του σε μια εκ βαθέων θέαση των ελλατωμάτων τους και προσπάθεια διαχείρισής τους.
Και ερχόμαστε στο σήμερα που το χιούμορ απ’ό,τι φαίνεται έχει πια χάσει την ηθικοδιδακτική του αξία. Γιατί κάθε τι που σχολιάζεται καυστικά δε φαίνεται να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ίσως γιατί έχουμε ξεχάσει ή αρνούμαστε πια να γελάσουμε με τα ‘χάλια’ μας, με τα λάθη μας, με τα παραπατήματά μας. Ίσως γιατί φοβόμαστε ότι θα μάς βγει ξινό. Ίσως γιατί ο φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι έχει αυτομάτως θαρρείς μετατραπεί σε μόνιμη φοβία που δε μάς αφήνει να είμαστε ο εαυτός μας. Ίσως πάλι επειδή κάθε απόπειρα σάτιρας υποβάλλεται στον κανόνα της εμπορικότητας οπότε λειτουργεί απλώς και μόνο επιφανειακά.
Ή ίσως επειδή και το χιούμορ και η σάτιρα ως λέξεις, ως έννοιες έχουν απωλέσει την πραγματική τους σημασία και έχουν πέσει στον καιάδα της παρερμηνείας και πολυχρησίας τους με λάθος μάλιστα όρους.
Γιατί η σάτιρα η εποικοδομητική απαιτεί αν μη τι άλλο υψηλό δείκτη νοημοσύνης και αυστηρά καθορισμένο στόχο υψηλών προδιαγραφών. Η σάτιρα παραμένει ανενεργή εάν γίνεται μόνο για τη σάτιρα. Εάν μένει εγκλωβισμένη στην προσπάθεια χάραξης ενός παγωμένου μειδιάματος στα χείλη των ανθρώπων, που παγωμένοι από το φόβο τους δεν τολμούν καν να σκεφτούν το αύριο. Η στηλίτευσις όπως ονομάζεται από το Λασκαράτο απαιτεί γνώση του θετικού, του καλού απέναντι στο οποίο στήνεται το εδώλιο κατηγόριας του λάθους, του αρνητικού. Και το καλό έχει χάσει την εκπροσώπησή του. Γιατί μπερδευτήκαμε μέσα στους μαιάνδρους της στείρας κριτικής που χρησιμοποιείται για εντύπωση και ως μέσο στήριξης του λόγου ύπαρξής μας. Κρίνουμε, κατηγορούμε, στηλιτεύουμε, καυτηριάζουμε για να πείσουμε εμάς τους ίδιους θαρρείς ότι δεν είμαστε χαζοί, ότι ξέρουμε τι πάει λάθος.
Μια απορία όμως ταπεινή από έναν υπηρέτη του σήμερα που ζει ανάμεσά σας και χάνει ολοένα και περισσότερο το χιούμορ του...ποια είναι η νέα θέση που προτείνεται μέσα από την αντίθεση όλων αυτών των καλοθελητών άσκησης κριτικής;
Διότι απ’ό,τι θυμάμαι σε κάθε αντίθεση προτείνεται πάντα μία νέα θέση. Διαφορετικά η αντίθεση είναι άνευρη και ανώφελη. Πού μπορεί να αδηγήσει μία αντίθεση που υπηρετεί μόνο την ιδοτέλεια προβολής της ατομικότητας;
-‘ Ε, εδώ είμαι , ορθώνομαι και διαφωνώ.’
Πολύ ωραία ναι. Και καλά κάνεις και επιτέλους διαφωνείς. Μα τι προτείνεις;
Το δράμα πάντα έχει τη λύση του, είτε είναι τραγωδία, είτε κωμωδία. Και ενώ στις τραγωδίες η λύση κατεξοχήν δίνεται από τον ‘από μηχανής θεό’ στις Αριστοφανικές κωμωδίες, η λύση δίνεται από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Ίσως λοιπόν αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι τραγωδία μια και από μηχανής θεοί δεν υπάρχουν και δεν πλανόμαστε πλάνη οικτρή. Τα προσωπεία πέφτουν και ξέρουμε πια τι συμβαίνει. Ίσως όμως αυτό που έχουμε πάθει είναι ότι αφήνουμε το σήμερα να γίνεται μια κωμωδία χωρίς χιούμορ.

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Το φαινόμενο 'Φίλιπ Ροθ'

Με αφορμή πρόσφατο άρθρο της Καθημερινής (σελ.3, 9 Ιουλίου 2011) που προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν όντως ο Φίλιπ Ροθ άξιζε το λογοτεχνικό βραβείο Man Booker, βρέθηκα πάλι αντιμέτωπη με το ερώτημα του κατά πόσο μπορούν να οριστούν αντικειμενικά θα λέγαμε κριτήρια αξιολόγησης της δυναμικής και γνήσιας αξίας ενός συγγραφέα.

Αμερικανοεβραίος ο ίδιος, μεγαλωμένος στο Νιούαρκ της Νέας Υόρκης, μαγνήτισε το αναγνωστικό του κοινό με τις αφηγήσεις ιστοριών των Εβραίων της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Ήδη με το πρώτο του βιβλίο, 'Αντίο Κολόμπους' αποσπά το 1960 το National Book Award. Με 53 μέχι σήμερα βιβλία στο ενεργητικό του από τη δεκαετία του 80 και μετά συλλέγει βραβεία από το Πούλιτζερ και το National Critics Circle Award μέχρι το Pen /Faulkner και άλλες τιμές με σημαντικότερες τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και την απονομή του National Humanities Medal στο Λευκό Οίκο από τον πρόεδρο Ομπάμα ο οποίος έχει δηλώσει φανατικός θαυμαστής του.

Στο προαναφερόμενο άρθρο στήνεται μιας μορφής αντιπαράθεση με την παράθεση δύο αντίθετων απόψεων κριτικής της συγγραφικής του δεινότητας και του μεγέθους της από 'συναδέλφους' του στο χώρο της συγγραφής.

Σίγουρα δεν είναι η πρώτη μα ούτε και τελευταία φορά που ένας συγγραφέας έχοντας αποκτήσει φανατικούς οπαδούς δεν έχει περάσει ακόμα στη σφαίρα των αδιαμφισβήτητα κλασικών μια και οι 'εχθροί' του θα λέγαμε είναι ισόποσοι κατά κάποιο τρόπο των θαυμαστών του. Υπάρχουν οι αναγνώστες που ακράδαντα πιστεύουν ότι κάθε νέο του βιβλίο έχει κάτι νέο και σημαντικό για αυτούς να τους προσφέρει αλλά και οι άλλοι που νιώθουν ότι δεν έχει πια κάτι νέο να πει, ότι τα θέματά του δεν αφορούν κανέναν έξω από την αμερικανοεβραϊκή κοινότητα, ότι είναι ένας φλύαρος, αφόρητος ομφαλοσκόπος.

Οι επικριτές του προβάλλουν την επανάληψη στον τρόπο γραφής του, στην επιλογή θεμάτων και στο ύφος ανάπτυξης της μυθολογίας του ενώ οι λάτρεις του 'κοιτώντας' πέρα από τη θεματολογία του επικεντρώνονται στη δυνατότητά του 'να πλάσει με τέτοιο τρόπο την προσωπική του μυθολογία ώστε εκείνη να αποκτήσει την ευρύτερη δυνατή απήχηση και σημασία'.

Οι απόψεις όλες πάντα είναι σεβαστές και τελικά ίσως και απαραίτητες γιατί διαφορετικά δε δύναται εφικτό να φωτιστούν όλες οι πτυχές που ΄κρύβονται' σε κάθε 'πρόβλημα' που ανακύπτει εντός της ομιλούσας και σκεπτόμενης κοινότητας.

Το ερώτημα όμως που προέκυψε μέσα από την ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου και τίθεται από πλευράς μου επικεντρώνεται στο ευρύτερο ζήτημα του τι τελικά βραβεύεται όταν βραβεύεται ένας συγγραφέας. Βραβεύεται το ταλέντο του; Και αν ναι ποια είναι τα συστατικά τα κοινώς αποδεχούμενα του 'συγγραφικού' ταλέντου; Βραβεύεται η απήχησή του στο κοινό; Η μαγική του δύναμη να ελκύει αναγνώστες; Να δημιουργεί οπαδούς; Να ενώνει διαφορετικούς μικρόκοσμους και εθνόκοσμους 'μιλώντας' εξίσου δυνατά και αποτελεσματικά σε ανθρώπους διαφορετικού κάθε φορά κοινωνικοπολιτισμικού υποβάθρου; Βραβεύεται η συνδρομή του στην τόνωση του χώρου του βιβλίου μέσα από την αύξηση πώλησης βιβλίων και συνεπώς συμβολπης στην χρηματοοικονομική ευμάρεια του χώρου των τεχνών;

Αν κάθε συγγραφικό πόνημα αντιμετωπιστεί ως ένα γεωμετρικό σχήμα, θα έλεγα ότι είναι ένα ισοσκελές τρίγωνο. Η συγγραφή και η ανάγνωσή του οι δύο ίσες πλευρές του ενώ η διάρκεια και αντοχή του στο χρόνο είναι η βάση του.
Θα μπορούσε ίσως κάποιος να αναρωτηθεί γιατί όχι ισόπλευρο; Γιατί αγαπητοί μου ο απώτερος στόχος κάθε συγγραφικού έργου είναι να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων. Να ανοίξει παράθυρα στον κόσμο, αυτόν που υπήρξε, αυτόν που υπάρχει και αυτόν που θα θέλαμε να υπάρχει στο μέλλον για μας αλλά και για τους απογόνους μας. Παραφράζοντας τη ρήση του Στεφάν Μαλαρμέ ότι 'κάθε βιβλίο ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο' θα έλεγα πως κάθε ανάγνωση ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο το δικό μας τον εσώτερο και αε αυτόν που βιώνουμε και μοιραζόμαστε με τους άλλους. Ισοδύναμες και αλληλοεξαρτώμενες οι πλευρές του τριγώνου. Πώς μπορεί άλλωστε να νοηθεί τρίγωνο χωρίς τρεις γραμμές;

Μα το μυστικό της αξίας του συγγραφέα και της μέτρησης του ταλέντου του με ή χωρίς απονομή βραβείων είναι πόσο βοηθάει να θεαθούμε τον κόσμο. Γιατί στο εμπόριο σίγουρα κυκλοφορούν πολλοί μεγεθυντικοί, παραμορφωτικοί και θολοί φακοί. Πολλοί οι σκελετοί, πολλά τα γυαλιά, πολλά εν ολίγοις τα υποβοηθήματα.

Ίσως αυτό που βοηθάει να δούμε χωρίς πολλά υποβοηθήματα, ίσως αυτός να είναι φυσικά και αναμενόμενα ο 'νόμιμος' αποδέκτης του θεσμοθετημένου βραβείου αναγνώρισης της αξίας του. Ίσως πάλι επειδή η διαφορετικότητα της ανθρώπινης φύσης είναι η ετεροθαλής αδελφή της ομοιότητας των ανθρώπων στο τώρα, στο τότε και στο αύριο πρέπει να συνηθίσουμε την ύπαρξη αντιπαραθέσεων. Γιατί πάντα θα υπάρχει έστω και μία ψυχή στην οποία ένας συγγραφέας - δημιουργός μυθοπλάστης δε θα 'μιλήσει'.

Προσωπικά αυτό που με ανησυχεί δεν είναι αν 'δικαιούται' ένας συγγραφέας ένα βραβείο. Γιατί το δίκαιο ακόμη και αν καταπατηθεί δε χάνεται. Η γνήσια και σταθερή αγάπη των αναγνωστών έστω και για μία φράση, μία σκέψη που γέννησε αυτή η μία και μόνη φράση ενός πονήματος είναι αυτό που τελικά κάθε γραφιάς αποζητά συνειδητά ή ασυνείδητα.

Αυτό που με ανησυχεί είναι κατά πόσο η ευρέως αποδεκτή αναγνώριση ή κατακραυγή ενός συγγραφέα 'φυλακίζει' την κάθε νεοεισερχόμενη στον κόσμο του ψυχή στην εκ των προτέρων αποκρυστάλλωση άποψης. Κάθε αναγνώστης δικαιούται χωρίς να είναι αδαής της κληρονομιάς που κάθε συγγραφικό πόνημα δημιουργεί, να διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμά του στην αποκόμιση των δικών του εντυπώσεων, στην απόλαυση του διαλόγου που θα στήσει η δική του ψυχή ανεπηρρέαστη με το εκάστοτε συγγραφικό έργο που επιλέγει να συνομιλήσει.

Και όσο για τις τρικυμίες που προκύπτουν στις κατά καιρούς τελετές βράβευσης διασφαλίζουν αν μη τι άλλο την αποφυγή μετατροπής σε βάλτο των κινούμενων συγγραφικών υδάτων....

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ένας χαρταετός διηγείται....

Τελευταία Κυριακή Αποκριάς και ήδη ο ουρανός μας δέχεται τις πρώτες του επισκέψεις από τους χαρταετούς που θέλουν να πετύχουν την πρωτιά άφιξης στο πουπουλένιο στρώμα των σύννεφων, νικώντας το χρόνο...δεν περιμένουν το αύριο αλλά με τόλμη αλλά και λίγο θράσος έρχονται νωρίτερα να φλερτάρουν χαρωπά με τις κόρες του ήλιου...
Ο πρώτος χαρταετός πέταξε 2400 χρόνια πριν στην Κίνα και ήταν φτιαγμένος από ξύλο...κάποια στιγμή στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του συνδέθηκε με την Καθαρή Δευτέρα, τα Κούλουμα...η λέξη Κούλουμα προέρχεται από τη λατινική λέξη “cuuiulus” που σημαίνει αφθονία ή τέλος. Σηματοδοτούν λοιπόν τα κούλουμα το τέλος της αφθονίας κεφιού των Αποκριών....

Οι λαοί της ανατολής χρησιμοποιούσαν τους χαρταετούς σε θρησκευτικές τελετές. Πολλοί έγραφαν σε ένα μικρό χαρτί τα προβλήματα και τις αρρώστιες τους και τα άφηναν να πετάξουν μακριά … Άλλοι έγραφαν τις ευχές τους και τις επιθυμίες τους και τις έστελναν στον ουρανό ώστε να μπορέσουν να εισακουστούν.
Το 1752 ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έφτιαξε το αλεξικέραυνο αφού διαπίστωσε τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας και του κεραυνού με την βοήθεια ενός χαρταετού!
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι χαρταετοί χρησιμοποιήθηκαν για να σηκώνουν στρατιωτικούς παρατηρητές σε τέτοια ύψη από όπου θα μπορούσαν να παρατηρήσουν τις κινήσεις των εχθρών ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου
(1939-1945), οι χαρταετοί χρησιμοποιήθηκαν σαν στόχοι βολής.

Και έτσι ερχόμαστε σήμερα να συμμετέχουμε σε εργαστήρια κατασκευής χαρταετού, να τους ζωγραφίζουμε και να ετοιμαζόμαστε αύριο να τους πετάξουμε ψηλά με την προσμονή να πάει στον ουρανό μας το φιλί μας...να πάει την ευχή μας, τον χτύπο της καρδιάς μας που περιμένει την πραγμάτωση του ονείρου μας...

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ-Υψιπύλη, η βασίλισσα του αίματος-ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ ΠΟΘΟΥ

Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, καταγόμενη από τη Μύρινα της Λήμνου, σε αυτό το βιβλίο της, το 18ο κατά σειρά ιεράρχησης μυθιστόρημά της (Εκδόσεις Πατάκης , Μάιος 2010) ΄παγιδεύεται' όπως χαρακτηριστικά η ίδια αναφέρει 33 αιώνες μετά σε μια ιστορία της οποίας η αρχή βρίσκεται στο αίμα.
Οι Ελληνικοί μύθοι που κρύβονται στου χρόνου τα ανείπωτα ή φανερά μονοπάτια χαρακτηρίζονται αν μη τι άλλο από τη μαγική τους ικανότητα να διεισδύουν ο ένας στον άλλο δημιουργώντας συνεχείς, αλλεπάλληλες στρώσεις που αναδύονται ως ζωντανοί οργανισμοί όπως αναδύεται η ψυχή του Ελληνικού λαού μέσα στο πέρασμα των χιλιετιών της ζωής της.
Πολλά τα ερεθίσματα και οι σκέψεις που προκαλούν με κυρίαρχη τη συνειδητοποίηση ότι τελικά το πεπρωμένο του ανθρώπου δεν είναι άλλο από τη δοκιμασία της αντοχής του, της ψυχικής του δύναμης να αντέξει τη δυστυχία που διαδέχεται τις ευτυχισμένες στιγμές του. 'Πάντα τη μεγάλη ευτυχία τη διαδέχεται ένας πόνος, όμως ποτέ κανείς δε μετάνιωσε για τις ευτυχισμένες ημέρες που έζησε.΄Είναι αυτές που θα μεγαλύνουν τη ψυχή σου και θα κάνουν το πνεύμα σου πλούσιο, έτσι που να μπορείς να ζεις μέσα στη γνώση' φέρεται κατά τη συγγραφέα να λέει η μάντισσα Πολυξώ στην Υψιπύλη. Και απορημένη η νέα γυναίκα αναρωτιέται με πόνο, φωναχτά: 'Και τι να την κάνω τη γνώση σαν είμαι δυστυχισμένη; ' και η απάντηση έρχεται από τη γερόντισσα την οπλισμένη με τη δύναμη της πρόβλεψης 'Έτσι και αλλιώς δε μπορείς να ξεφύγεις. Είναι αυτό το πεπρωμένο σου'.
Γεννιέται ο άνθρωπος κατά τύχη, κατά του έρωτα και του μεγάλου πόθου το παράγγελμα, κατά τη βούληση της μοίρας, των θεών, του θεού, λόγω της αέναης κίνησης της ζωής της ίδιας στο σύμπαν...γεννιέται και κουβαλά, όπως η χελώνα το καβούκι της, από τη στιγμή της δημιουργίας του το παράλογο κατά πρώτο βλέμμα της τραγικότητάς του, αλλά τόσο λογικά νομοτελειακό...κάθε στιγμή ευτυχίας, κάθε πράξη έχει το τίμημά της είτε αυτό ονοματίζεται δυστυχία, πόνος, στέρηση, απώλεια, τιμωρία...
Και έτσι με αυτές τις αποσκευές ξεκινά η συγγραφέας μας το ταξίδι της στην ιστορία ενός από τους μεγαλύτερους έρωτες των κοινών θνητών...τον έρωτα της Υψιπύλης και του Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Μια ιστορία σημαδεμένη και χαρτογραφημένη στου χρόνου τον απύθμενο ωκεανό από το αίμα, τον έρωτα, την αρχέγονη ανάγκη της αναπαραγωγής, την αξιοπρέπεια, την ύβρη και τη νέμεση. Μια ιστορία που ντύνεται μουσικά με τις θεϊκές μελωδίες της λύρας του Ορφέα στην 'ανεμόεσσα' όπως ο Όμηρος χαρακτηρίζει Λήμνο. Ένα νησί που κάθε πέτρα του αναπνέει το ειδικό βάρος της ιστορίας του. Ένα νησί χιλιοτραγουδισμένο και ξακουστό για τη φυσική του ομορφιά, το χρυσαφί χρώμα του,το σεληνιακό του τοπίο, το γλυκό του κρασί, το πένταθλον που ως αγώνισμα καταργήθηκε από τους Ολυμπιακούς το 1924, τα Καβείρια μυστήρια... Ένα νησί που έπεσε θύμα της οργής της Αφροδίτης και οι γυναίκες του, οι Λήμνιες -όπως έχουν μνημονευθεί-πήραν το δίκιο τους στα χέρια τους.
Χτυπήθηκαν οι Λήμνιες από την αρρώστεια και δεν ήταν πια ποθητές από τους άντρες τους που γύρεψαν να βρουν τον έρωτα στην αγκαλιά των γυναικών που έφεραν από τη Θράκη. Άκουγαν τους ψίθυρους αλλά και τη φωνή τη δυνατή της ηδονής από το σμίξιμο το ερωτικό των αντρών τους με τις Θρακιώτισσες ερωμένες τους. Και έκλαιγαν με οργή με τις πληγές στο σώμα τους να κακοσμούν και να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο. Τρελάθηκαν από την αίσθηση της προδοσίας και ένα βράδυ συγκεντρώθηκαν στην άκρη του απόκρημνου βράχου και πήραν την απόφαση, ίδιες μαινάδες. Άλλη σωτηρία δεν υπήρχε γαι την περηφάνια τους. Για της προσωπικότητάς τους την σωτηρία από την απαξίωση που βίωναν σε καθημερινή βάση. Θα έπνιγαν στο αίμα όλο το νησί. Κανένα αρσενικό δε θα έμενε ζωντανό. Γέροι, νέοι, τα παιδιά τους, κάθε εκπρόσωπος του αντρικού φύλου θα σκοτωνόταν από το ίδιο τους το χέρι.
Και φυσικά και οποιαδήποτε γυναίκα έμπαινε εμπόδιο στο σχέδιό τους. Και η Υψιπύλη, που το όνομά της φέρει το υψηλό τόξο και την πύλη της σελήνης, κόρη του βασιλιά του νησιού Θάοντος, κρυφά εκείνο το βράδυ το αιματηρό,κρυμμένη κάτω από το πέπλο της υποκρισίας ότι συμφωνεί με την απόφασή τους τούτη, αλείφει με κερί μέσα στο σκοτάδι το καλάθι με το οποίο θα φυγαδεύσει τον πατέρα της αφήνοντάς τον στην αγκάλη της θάλασσας. Και έτσι και έγινε. Η λαίλαπα της τρέλας έδρεψε κάθε ζωή άντρα και ο Θάων φυγαδεύτηκε χωρίς καμιά τους να το μάθει. Και η μητριαρχική κοινωνία που είδε το φως της αυγής την επόμενη μέρα έμεινε με το κεφάλι ψηλά συνεχίζοντας τη ζωή της. Μια ζωή όμως στερημένη ολοκληρωτικά από τη χαρά της ερωτικής αγάπης. Βρέθηκαν οι Λήμνιες ξαφνικά λόγω της καθ'όλα δίκαιης απόφασής τους να γίνονται Αμαζόνες. Μόνο που δεν είχαν σκεφτεί ότι κανείς δεν μπορεί να πάει ενάντια στη φύση του. Και φορτώθηκαν μια μοίρα που οι ίδιες επέλεξαν.
Όλα όμως ήταν προδιαγεγραμμένα. Γιατί η αρχέγονη δίψα του αίματος που τις κυρίευσε με τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην αβυσσαλέα στιγμή της ομαδικής τρέλας που υπάρχει στα γονίδια όλων μας, ήταν προδιαγεγραμμένη να ακολουθηθεί από την εξίσου δυνατή αρχέγονη δίψα της αγάπης. Η Λήμνος σύμφωνα με τις γραφές ήταν ο πρώτος σταθμός της Αργώς μετά την εκκίνησή της από τους Αφέτες με την ευλογία του μάντη Μόψου. Και η Λήμνια Ιφινόη κάνει τη συμφωνία με τον πρώτο Αργοναύτη, τον Αιθαλίδη που τολμά να πατήσει το πόδι του στο νησί κατεβαίνοντας από την Αργώ ‘Θα σας φιλοξενήσουμε στο νησί αλλά θα μας υποσχεθείτε ότι θα σμίξετε ερωτικά με όλες τις γυναίκες-όσες μπορούν ακόμα να κάνουν παιδί...’
Και ήρθε η αγάπη η ατελεύτητη να ενώσει τα κορμιά και τις ψυχές των δύο νέων, της Υψιπύλης και του Ιάσονα, με καρπό δύο αρσενικούς απογόνους, με τον Εύηνο το μετέπειτα βασιλιά του νησιού τον έναν από αυτούς. Και η απειλή η επερχόμενη του χωρισμού τους δεν μπόρεσε να μειώσει το ατελεύτητο της αγάπης τους έτσι όπως ταξίδεψε σε κείνο το τοπίο των ασημιών μέσα στο χρόνο. Γιατί η Κολχίδα υπήρχε και η Αργώ έφυγε για την εκπλήρωση του σκοπού της, μα η αγάπη που γεννήθηκε μένει μέχρι σήμερα ολοζώντανη να είναι η κάθαρση της τραγικότητας των γυναικών εκείνων της Λήμνου που οδηγήθηκαν στη συντριβή για να ενανιτωθούν στην αδικία της θεάς του Έρωτα.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου σε αυτό το βιβλίο της προσπάθησε να σεβαστεί το σπαραγμό των γυναικών εκείνων και να δείξει ότι κάθε ανθρώπινο πλάσμα ασχέτως των πράξεών του αξίζει το σεβασμό μας όταν προσπαθεί ενάντια στη φύση του την ίδια να πολεμήσει την αδικία με την οποία τον ντύνει η ζωή. Υμνεί με αυτό της το μυθιστόρημα τη μεγαλύτερη ίσως αλήθεια του βίου μας όπως με την πένα της αποτυπώνει ‘ το πάθος και ο σπαραγμός, το πενθος, ο καθαρμός, είναι από τα δομικά στοιχεία της ψυχής, όχι μόνο της αρχέγονης αλλά και της σημερινής. Με τελευταία τελετουργία την αγάπη και το χωρισμό’. Δεν ξέρει όπως χαρακτηριστικά και η ίδια αναφέρει στο τέλος, αν πρέπει να χαρακτηρίσει το πόνημά της ‘μυθιστόρημα ή τελετουργικό δρώμενο’. Μετά το ταξίδι που μου επέτρεψε η ανάγνωσή του να ζήσω συμφωνώ μαζί της ...είναι μια ‘ποιητική του άδυτου της ψυχής. Μια ποιητική ξενάγηση στις μυθικές διαδρομές του χρόνου και της ανθρώπινης ψυχής’.

Μεγαλώνοντας στη χώρα του 'ποτέ'

Λέξεις απόλυτες και τελεσίδικες όπως το 'ποτέ' πορεύονται χέρι-χέρι με τους κοινούς θνητούς φορτωμένες με τη μοίρα την αντιφατική της διττής τους φύσης.

Είτε χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε μια προσπάθεια να διασφαλίσε ο άνθρωπος την επίδειξη της δύναμής του απέναντι στη ροή των γεγονότων - 'εγώ ποτέ δε θα πω ψέματα'- αλλά και της αδιαμφισβήτητης ικανότητάς του να θέτει τα όρια των πράξεων του και να αυτοπεριορίζεται ηθελημένα , είτε πάλι δε χρησιμοποιούνται καθόλου...γιατί;

μα γιατί απλούστατα θέλουν οι άνθρωποι να διαλαλήσουν τη διευρύτητα της σκέψεώς τους και το ανοιχτό τους μυαλό. Σε μια ζωή που ακόμα και οι νόμοι της φύσης έχουν ανεπιστρεπτί παραβιαστεί, πώς μπορείς να θέτεις απαράβατους όρους και να είσαι απόλυτος; Σε μια εποχή που η ταμπέλα της δεν είναι άλλη από τη μεταβλητότητα που όμως δεν εμπεριέχεται σε πλαίσιο λογικής και κανόνων, πώς μπορείς για παράδειγμα να αποκλείσεις το ίσως και να επιλέξεις το ποτέ;;;

Και όμως μπορείς αν το θελήσεις. Γιατί τελικά αυτό που μετράει δεν είναι η αντικειμενική αλήθεια σχετικά με το αν τα 'πάντα ρει' έστω και με βάση κάποιους κανόνες αλλά η αξία της πίστης. Έχει ανάγκη ο άνθρωπος να χαρτογραφήσει τα σύνορα της προσωπικής του χώρας για να μην καταντήσει έρημη. Κάθε σύνορο είναι μια πίστη σε κάτι ότι δε θα συμβεί γιστί δε θα το επιτρέψει ...και είναι αυτή η ανάγκη της πίστης του σε κάτι που δίνει νόημα στο απόλυτο του ποτέ.

Μεγαλώνοντας όμως σε αυτή τη χώρα μας, τη χώρα του 'ποτέ' δοκιμάζεται η πίστη μας στο σταθερό και αναλλοίωτο που θέλουμε να οριοθετήσουμε...γιατί αρχίζει το 'ποτέ' στο πλαίσιο της μανίας που μας καταδιώκει να κατακτήσουμε μικρές νίκες να χρησιμοποιείται καταχρηστικά ...και το χειρότερο να τίθεται σε ανοιχτή διαμάχη με άλλες ισοδύναμες εξίσου απόλυτες έννοιες όπως η λέξη ΄ίσως' !!!!!!!!!

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Εν όψει των Δημοτικών Εκλογών...σκέψεις κοινών θνητών!

Πρόσφατα φίλος σχολίασε τον προβληματισμό του σχετικά με τον ερχομό των Δημοτικών Εκλογών προσομοιάζοντας τους Δημάρχους με τις πάνες.

'ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ.. ΟΙ ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ ΠΑΝΕΣ.. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΙ ΣΥΧΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΛΟΓΟΥΣ''

ανάρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα! Και έτσι ξεκίνησε το γαϊτανάκι των σκέψεων και από πλευράς μου -που παραθέτω για να μοιραστώ μαζί σας...

Για να είμαι λοιπόν ειλικρινής ποτέ μου δεν κατάλαβα ουσιαστική διαφορά μεταξύ των διαφόρων ειδών από πάνες που κυκλοφορούν στο εμπόριο!Άλλες έχουν καλύτερη απορροφητικότητα, άλλες είναι πιο απαλές στην υφή, άλλες είναι πιο φθηνές, άλλες πωλούνται ...σε πιο οικονομική συσκευασία...και ούτω καθεξής.
Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι οι Δήμαρχοι αλλά και οι πολιτικοί εν γένει είναι σας τις πάνες ,αυτό που ίσως τελικά αλλάζει είναι το κριτήριό μας που διαμορφώνει το γούστο μας σχετικά με το τι πάνα θέλουμε για τα τρυφερά σωματικά σημεία των παιδιών μας!Συνελόντι ειπείν, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά αν διαλέγαμε τις 'πάνες' με το σκεπτικό ότι προορίζονται για τους απογόνους μας...όποιος βρίσκεται εν εξουσία δεν επηρεάζει τόσο το παρόν μας όσο το μέλλον μας!

Γιατί εμείς παιδιά με βάση τη βιολογική μας ηλικία δεν είμαστε πια, αλλά παιδιά αποκτούμε και οφείλουμε να διασφαλίζουμε την ευεξία τους, την υγιεινή τους και την πρόοδό τους!Με αυτές τις σκέψεις σχετικά με την ευθύνη των ψήφων μας, μας εύχομαι καλή ενεργή ψηφοφορία στις φετινές Δημοτικές Εκλογές...

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ - 'Αύριο, μια άλλη χώρα'

Το μυθιστόρημα 'Αύριο, μια άλλη χώρα' είναι το δεύτερο κατά σειρά έργο της Σώτης Τριανταφύλλου που μετά την πρώτη του έκδοση το 1997, επανεκδόθηκε το Μάιο 2009 (εκδόσεις Πατάκη).

Είναι ένα βιβλίο για τη χώρα της παιδικής ηλικίας έτσι όπως βιώνεται και μας ματαφέρεται μέσα από 2 ζευγάρια παιδικών ματιών, της Λίλης και του Καρόλου, είναι η ιστορία της χώρας μας έτσι όπως ξετυλίγεται μέσα από τους προσωπικούς μαιάνδρους των ηρώων που προχωρούν παρέα με την εξέλιξη του μύθου τη δεκαετία του '60, είναι η αποκάλυψη της χώρας της κρυφής με τις ηλιόλουστες και συννεφιασμένες της μέρες που αποτελεί το καταφύγιο κάθε ενήλικα που θέλει έστω για λίγο να συναντηθεί με τα μυστικά του, τις πραγματικές του σκέψεις, τα αληθινά του αν και ίσως ακόμα μπερδεμένα συναισθήματά του.

Η αφήγηση ρέει αβίαστα και τόσο γνώριμα για τον ακουστικό μας πόρο...έχεις την αίσθηση διαβάζοντας την ιστορία ότι μιλάς φωναχτά στον εαυτό σου και ενώ βρίσκεσαι στην πραγματικότητα του Ελλαδικού χώρου 40 ολόκληρα χρόνια πριν, ξαφνικά αλλά με τόση χαρά και ανακούφιση ανακαλύπτεις πτυχές της δικής σου ζωής ακόμα και αν είσαι παιδί μεταγένεστερης γενιάς, αυτής για παράδειγμα του ΄80.

Και αυτή η μαγεία ταύτισης και της επακόλουθης κάθαρσής της δεν οφείλεται μόνο στο ταλέντο της συγγραφέως αλλά και στην υπόθεση, την κεντρική πνοή του μύθου αυτή καθεαυτή. Είναι μια ιστορία θα τολμούσε κανείς να πει κλασικής αξίας γιατί αυτό που πραγματεύεται δεν είναι άλλο από τη συμπόρευση στο μαγικό ταξίδι της ζωής που πάντα... Πάντα έχει οικογενειακές συγκρούσεις, αλλά και χαρές, τις προστατευτικές αλλά και καμιά φορά κουραστικές φιγούρες του παππού και της γιαγιάς, το χάος της απόστασης που σταδιακά μεγαλώνει μεταξύ των συντρόφων ενός παντρεμένου ζευγαριού, την αίσθηση της ερωτικής απογοήτευσης, την πικρή γεύση της απώλειας των φίλων αλλά και τη χαρά του να μοιράζεσαι κάθε σου στιγμή με την αδερφή ψυχή του φίλου σου αυτού του παιδικού που για πάντα θα συντροφεύει έστω και ως αίσθηση τη ζωή σου, την ανάμνηση των καλοκαιριών των παιδικών μας χρόνων στο πατρικό κοντά στη θάλασσα, την ανησυχία, το ξεβόλεμα της πρώτης ανάγκης μας για αυτονομία και απελευθέρωση από τον οικογενειακό κλοιό, τις κοινωνικές και ιστορικές εξελίξεις που επηρεάζουν θέλοντας και μη την πορεία μας, τις εμπειρίες μας, τα συναισθήματά μας, το παράπονο του ανεκπλήρωτου έρωτα, το γιατί της στέρησης του απάτητου κομματιού του φεγγαριού που μεταμορφώνεται στην ψευδαίσθηση εκλογίκευσης του γιατί δε νιώθουμε ευτυχισμένοι, τη μυθοποίηση αλλά και Απο-μυθοποίηση αισθήσεων, πεποιθήσεων, αντιλήψεων,παραισθήσεων...

Υπάρχει ένας σκληρά εργαζόμενος μπαμπάς, πιστός θαυμαστής και ακόλουθος της χαράς της ζωής που μετά από συνειδητή επιλογή του παντρεύεται τη μαμά που τη χαρακτηρίζει 'παιδική χαρά'. Το πρόβλημα όμως είναι ότι όπως κάθε παιδί έτσι και η γυναίκα του - παιδί που αρνείται να μαγαλώσει- σκέφτεται και ενεργεί παιδικά...χαίρεται κάθε στιγμή με τα παιδιά της αλλά αδυνατεί να καταλάβει ότι η μαμά είναι όχι μόνο φίλη για παιχνίδι και οργανωτής των παιδικών πάρτυ...μένει προσκολλημένη στους μύθους της τους παιδικούς, μια προσκόλληση που όσο μεγαλώνει βιολογικά αυξάνεται και συναισθηματικά την πάει όλο και προς τα πίσω...Ο μπαμπάς αγαπάει τη μαμά τρελά αλλά η μαμά ολοένα και περισσότερο ταλανίζεται από τον παιδικό της έρωτα, την πρώτη της ανεξίτητλη πληγή...και βρίσκει γιατριά παροδική έστω αλλά γιατριά στο ποτό και στις συζητήσεις με την αμετανόητα εργένισσα αδερφή της...Κάθε οικογένεια έχει το νάρκισσό της και η θεία Νιόβη είναι ο δικός μας.
Υπάρχει ο παρών μέσα από τις σκέψεις και την εκφραζόμενη ποικιλοτρόπως οδύνη της μαμάς Ευτύχης, το πρόσωπο είδωλο του παιδικού της έρωτα που κρατάει πιστά τη δική του αποστασιοποίηση...Υπάρχουν οι γονείς του μπαμπά και η μαμά της μαμάς και αποκαλύπτεται σιγά σιγά το μέγεθος της διαφοράς τους. Δύο άνθρωποι διαφορετικών βιωμάτων πολιτιστικών, γεωγραφικών ( η μαμά μεγάλωσε στην Αφρική με μπαμπά τυχοδιώκτη) αλλά και κοινωνικών έχουν τώρα τη δική τους ευκαιρία να πλεύσουν πάνω στο δικό τους νησί μέσα στο πέλαγος της ιστορίας...Και τα παιδιά τους μεγαλώνουν, αναρωτιούνται, απορούν, φοβούνται, στενοχωριούνται αλλά και χαίρονται ή κάνουν ό,τι μπορούν για να σκορπίζουν τη χαρά...Είναι η παιδική τους χώρα αυτή που μας θυμίζει σε όλη την πορεία της ιστορίας ότι μπορεί κάθε άνθρωπος να ναι μια άλλη 'χώρα' αλλά ποτέ δεν παύει να ναι ταξιδευτής από τη φύση του...Και κάθε μέρα ξυπνά αναζητώντας αυτήν την άλλη 'χώρα' όπου εν αντιθέσει με τον Πήτερ Παν δε θα αρνηθεί να μεγαλώσει αλλά δε θα χάσει ποτέ την πίστη του στην αξία της χαράς της ζωής!

Ευρηματικός τίτλος και με αξιόλογη σημειολογία. Σε μια Αθήνα που σκιάζεται από τα σύννεφα και τελικά μουσκεύεται από την καταιγίδα της χούντας αλλά δεν παύει να χορεύει χάλι γκάλι, καν-καν και να ακούσει Μπητλς, σε μια Αθήνα που χάνει βίαια στοιχεία της μορφής της από τις μπουλντόζες και τις ανερχόμενες πολυκατοικίες,αλλά διατηρεί τα θερινά της σινεμά και το άρωμα της γαζίας την άνοιξη και τα μπαλ-μασκέ,σε μια Αθήνα που απελπισμένα περιμένει τη συμφιλίωση των κατοίκων της ασχέτως των ιδεολογικών τους διαφορών και το ξόρκισμα του φόβου που σκοτεινιάζει τα πρόσωπά τους, σε μια Αθήνα που λόγω ιστορικών επιταγών αλλάζει, παραμορφώνεται και απειλεί το αγαθό της ελευθερίας, υπάρχει άσβηστη η φλόγα του καθενός...φλόγα που διατηρεί αναλλοίωτη την προέλευση του καθενός και ενδυναμώνει τη χάραξη της πορείας προς αυτήν την άλλη χώρα...

Αισιόδοξο βιβλίο; Αναμφίβολα ναι. Γιατί τελικά αποδεικνύει περίτρανα το κοινό μυστικό όλων μας...Μπορεί ο κόσμος να μας φαίνεται ότι δεν είναι αρκετός αλλά τελικά ο κόσμος είμαστε εμείς...και εμείς είμαστε αρκετοί για να ζήσουμε πραγματικά, αν αλλάξουμε, να πληγωθούμε, να χαρούμε, να νιώσουμε σε κάθε πόρο μας διψασμένο την ευργετική δροσιά της στάλας κάθε στιγμής της ζωής!