Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

The Garden of Love........by WILLIAM BLAKE

I went to the Garden of Love,
And saw what I never had seen;
A Chapel was built in the midst,
Where I used to play on the green.
And the gates of this Chapel were shut,
And 'Thou shalt not' writ over the door;
So I turned to the Garden of Love
That so many sweet flowers bore.
And I saw it was filled with graves,
And tombstones where flowers should be;
And priests in black gowns were walking their rounds,
And binding with briars my joys and desires.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ - ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΟΥ

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.
Η τρέλα, επειδή λυπήθηκε την ανία, πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η περιέργεια που δεν μπορούσε να κρατηθεί ρώτησε: "τι είναι το κρυφτό"?
Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την ευφορία και η χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το δίλημμα και την απάθεια να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν,
Η υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και ο άνανδρος δεν ήθελε να ρισκάρει. ...
"Ένα, δύο, τρία ..." άρχισε να μετράει η τρέλα. ...
Η πρώτη που κρύφτηκε πίσω απ΄ τον πρώτο βράχο ήταν η τεμπελιά που βαριόταν.
Η πίστη πέταξε στους ουρανούς και η ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του θριάμβου, που με τη δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Ο αλτρουισμός δεν μπόρεσε να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε το άφηνε για κάποιον άλλο, ενώ η γενναιοδωρία κάθε κρυψώνα που έβρισκε την παραχωρούσε σε όποιον της την ζητούσε.
Ο εγωισμός αντίθετα βρήκε καλή κρυψώνα, αγνοώντας όλους τους γύρω του, ενώ ξοπίσω του έτρεξε η ρουφιανιά.
Το ψέμα κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού, ενώ το πάθος και ο πόθος κρύφτηκαν μέσα σ΄ ένα ηφαίστειο.
Ο έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.
"....εκατό" μέτρησε η τρέλα και άρχισε να ψάχνει. ...
Την πρώτη που βρήκε ήταν η τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά.
Μετά βρήκε την πίστη που μίλαγε φωναχτά στον ουρανό με το Θεό.
Ένιωσε το σεισμό του πόθου και του πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και, αφού βρήκε τη ζήλια, δεν δυσκολεύτηκε να βρει και το θρίαμβο που θριαμβολογούσε για την κρυψώνα του.
Βέβαια, βρήκε πολύ εύκολα το δίλημμα που δεν είχε αποφασίσει ακόμα που να κρυφτεί.
Η γενναιοδωρία αποκαλύφθηκε μόνη της για να βοηθήσει, οπότε ο αλτρουισμός φιλοτιμήθηκε και βγήκε δίπλα της.
Στο μεταξύ, η ρουφιανιά, πηγαίνοντας να καρφώσει τον εγωισμό, αποκαλύφθηκε μαζί του.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους, εκτός απ΄ τον έρωτα.
Η τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα κι απ΄ το θυμό της
άρχισε να τον κλωτσάει νευρικά, ώσπου ακούστηκε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο έρωτας, που τα αγκάθια της τριανταφυλλιάς τον είχαν τυφλώσει!
Η τρέλα ταράχτηκε, δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη.
Στο τέλος, μην μπορώντας να ξαναδώσει το φως του στον έρωτα, ορκίστηκε να γίνει ο οδηγός του...
Κι από τότε, ο Έρωτας είναι τυφλός και η Τρέλα τον συνοδεύει...

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ - 'Τα μαγικά μαξιλάρια' και η μαγεία της ζωής

Εξ αφορμής μιας παράστασης


Τα μαγικά μαξιλάρια είναι μια παράσταση βασισμένη στην ομώνυμη ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά, που ανέβηκε στην παιδική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, αποδεικνύοντας με το μαγικό της τρόπο ότι το θέατρο μπορεί να ‘σηκώσει το σύμπαν’ και να προσφέρει αβίαστα και απλόχερα τη λύτρωση της ψυχής από το φορτίο της γκρίζας καθημερινότητας.
Είναι μια ιστορία που θέλει να μας θυμίσει ότι η ουσία της ζωής βρίσκεται στη δύναμη της ελπίδας και του ονείρου που γίνεται όραμα. Χωρίς στόχους και οράματα η ζωή δεν έχει νόημα, δεν έχει αξία και το χειρότερο δεν έχει ομορφιά.
Και πώς ξεκινάει το κουβάρι του μύθου μας; Από την εφεύρεση των μαγικών μαξιλαριών.
Τα μαγικά μαξιλάρια είναι δύο ειδών, εφιαλτικά και μη. Τα εφιαλτικά κατασκευάζονται από τον κακό μάγο του παλατιού, μετά από εντολή του βασιλιά της Ουρανούπολης Αρπατίλου. Ο Αρπατίλος και οι αυλικοί του, που είναι ο μάγος, ο αρχηγός του στρατού και ο πιστός του υπηρέτης Τήλιος Ξεφτήλιος, ζουν με ένα σκοπό. Να βρουν τον τρόπο ώστε κανείς από τους πολίτες της Ουρανούπολης να μην παραπονιέται για τις κακουχίες της καθημερινότητάς του και καμία διαμαρτυρία να μην οργανώνεται από πλευράς τους για την έλλειψη της ευτυχίας που χαρακτηρίζει τη ζωή τους. Το σχέδιό τους βέβαια είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί γιατί όποιο νόμο και διάγγελμα και αν βγάζει ο βασιλιάς Αρπατίλος, οι άνθρωποι εξακολουθούν να προσπαθούν σκληρά να μη χάσουν τη γνώση αυτών των πραγμάτων που τους κάνει ευτυχισμένους. Οι διαμαρτυρίες τους είναι έντονες και συχνές και αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο για το βασιλιά ο οποίος αναρωτιέται κιόλας γιατί οι πολίτες του δεν τον αγαπούν!
Έτσι μετά από πολλή σκέψη καταλήγουν όλοι στη λύση. Ο μόνος τρόπος για να ‘κοιμήσουν’ απόλυτα το λαό, ο μόνος τρόπος για να ξεχάσει ο λαός την ευτυχία και να σταματήσει να παραπονιέται για την απληστία και την κακία του βασιλιά του, είναι να ξεχάσει τελείως την ομορφιά της ζωής. Έτσι ο μάγος κλείνεται στο εργαστήριό του για εφτά ολόκληρες ημέρες και εφευρίσκει τα μαγικά μαξιλάρια. Τα μαξιλάρια αυτά δεν περιέχουν πούπουλα αλλά όλες τις κακίες που υπάρχουν στον κόσμο, φαντάσματα, τέρατα, μαυρίλα και σκοτάδι.
Οι πολίτες υποχρεώνονται να παραδώσουν στο παλάτι τα παλιά τους μαξιλάρια και παραλαμβάνουν δωρεάν τα μαξιλάρια που ο βασιλιάς τους μοιράζει με την πρόφαση ότι θέλει απλώς να τους κάνει ένα δώρο ως τρόπο για να τους αποδείξει τη γενναιοδωρία του. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι τραγικό. Κάθε ένας μόλις κοιμάται βλέπει τρομερούς εφιάλτες και ξυπνάει την επόμενη ημέρα με τέτοιο βάρος από την ασχήμια που τον κυνήγησε στον ύπνο του ώστε φτάνει να πιστεύει ότι είναι και τυχερός που ζει στην Ουρανούπολη και οι μόνες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει είναι η αυστηρότητα του βασιλιά Αρπατίλου από τη μια- ο οποίος μισεί και γι’αυτό καταργεί τα πάρτυ, τα γενέθλια, τις γιορτές, τις αργίες, λόγος για τον οποίο βγάζει και εντολή να ονομαστούν οι Κυριακές ΠροΔευτέρες, τα δάση, τα πάρκα και τα φυτά - και η σκληρή δουλειά στα ορυχεία για εξόρυξη όλο και περισσότερου χρυσαφιού από την άλλη.
Ένας ολόκληρος χρόνος περνά και όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο του Αρπατίλου. Εφόσον οι υπήκοοί του έχουν χάσει τη δυνατότητα να ονειρεύονται, έχουν ουσιαστικά γίνει υποχείριά του γιατί έχουν χάσει την όρεξη και επιθυμία για ζωή. Δεν έχουν όνειρα και έτσι δεν έχουν κανένα κίνητρο για δημιουργία, δεν έχουν κανένα στόχο και κάθε μέρα της ζωής τους είναι απλώς ένα ευχάριστο διάλειμμα από τον εφιάλτη του ύπνου τους.
Βιώνουν τη μεγαλύτερη ίσως τραγικότητα που παραμονεύει στη γωνία την ανθρώπινη ζωή. Να χάνουν οι λέξεις την ουσία τους, γιατί ακριβώς οι έννοιες τις οποίες υποδηλώνουν εξαϋλώνονται και το όμορφο γίνεται μια θολή ανάμνηση και αναπάντητη ερώτηση: Τελικά η ομορφιά υπάρχει ή όχι;;;
Αν δεν υπάρχει τότε μια παθητική μορφή λύτρωσης καλύπτει σα νέφος το φως του ουρανού και όλοι σταδιακά αποκοιμιούνται χωρίς θέλω, χωρίς επιθυμίες, χωρίς την υποψία της χαράς που κρύβεται σε κάθε μορφή διεκδίκησης, σε κάθε μορφή αγώνα ασχέτως της ‘Ιθάκης΄ έτσι όπως ορίζεται ατομικά για κάθε μονομάχο στην αρένα της ζωής
Μα και αν πάλι υπάρχει τότε είναι καταχωνιασμένο στο ντουλαπάκι το αραχνιασμένο εκεί μέσα στο βάθος της καρδιάς, μιας καρδιάς που έχει στραγγίσει και έχει ξεχάσει να νιώθει, να αγαπά, να ελπίζει.
Και όμως η ομορφιά υπάρχει και τελικά αναλαμβάνει το ρόλο του πρωταγωνιστή γιατί ο ‘υποβολέας’ ή ακόμα και ο ‘κομπάρσος’ στη ζωή αυτή καθεαυτή δεν έχει θέση.
Η παιδική ψυχή είναι η αγκαλιά που την προστατεύει. Μια τοσοδούλα μικρή αγκαλιά αλλά τόσο γνήσια ζεστή. Αν η ζωή μας είναι ένα τεράστιο δάσος τότε η ομορφιά δεν κρύβεται ούτε στα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων, ούτε στο πλουμιστό κορμί των παραδείσιων, σπάνιων πουλιών. Η ομορφιά κρύβεται στο συννεφάκι το μικρό, το ταπεινό που φλερτάρει αγνά με τον ήλιο, στο μικρό σπασμένο κλαράκι που κείται στο χώμα που διψά για το νερό της βροχής, στο φρούτο που ωριμάζει και γεμίζει χυμούς, στη ρετσίνα που αναβλύζει στον κορμό των δέντρων, στο χάδι του ανέμου, στο παιχνίδισμα της ηλιαχτίδας με τη χλόη, στο κάλπασμα του αλόγου, στο τιτίβισμα του σπουργιτιού, στο μυρμηγκάκι που τρέχει να βρει το ψίχουλο, στη σύνθεση της μελωδίας του τζιτζικιού.
Η ομορφιά της ζωής μας βρίσκεται στην ελπίδα που παραμένει ζωντανή μέσα από την αγκαλιά, το χάδι, το φιλί, το χαμόγελο, το γέλιο. Η ομορφιά είναι η γεύση του ζουμερού καρπουζιού, είναι η αίσθηση του παγωτού έτσι όπως λιώνει στο στόμα, είναι το παγωμένο νεράκι που δροσίζει τον ουρανίσκο μας, είναι τα κεράκια στην τούρτα, είναι τα γιορτινά τραπέζια, είναι οι μυρωδιές, είναι η κορδέλα που στολίζει τα μαλλιά, είναι το αγόρι που ανδρώνεται και διεκδικεί, είναι η θλίψη της πρώτης αποτυχίας, του πρώτου λάθους ή της πρώτης χυλόπιτας, είναι ο πόνος της πρώτης πτώσης που όμως αμέσως αντικαθίσταται σταδιακά από την ανάσταση, είναι το κλάμα αλλά και το γέλιο του μωρού, είναι το βλέμμα της έκπληξης, είναι η βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά αρκεί να το θελήσουμε.
Η ομορφιά είναι η μαγεία της αίσθησης που έχεις όταν ο ίδιος σου ο εαυτός σε εκπλήσσει ευχάριστα με τρόπο που δεν είχες καν υποψιαστεί. Είναι το θαύμα της αγάπης που εξοστρακίζει το θηριάκι που γεννούν μέσα σου οι ασχημοσύνες της καθημερινότητας και σε μαθαίνει να απολαμβάνεις την ανάγνωση του άλλου...τόσο ίδιος και ταυτόχρονα τόσο μοναδικός σε σχέση με εσένα ...και έτσι μαθαίνεις τον εαυτό σου μέσα από το καθρέφτισμά του στους άλλους...είναι η λύτρωση από το βάσανο της λησμονιάς που καταπολεμά τη θύμηση, είναι η επιστροφή σε αυτό που γεννά τη ζωή...στη δύναμη που κρύβεται στην ένωση και συμπόρευση των ψυχών...
Αυτό λοιπόν ακριβώς θυμούνται τα παιδιά της Ουρανούπολης και μαζεύουν ό,τι μπορούν από αυτά για να φτιάξουν ένα δικό τους μαξιλάρι. Το μαξιλάρι αυτό δεν έχει πούπουλα. Έχει ό,τι μπόρεσαν να βρουν από θύμησες αγαπημένες, μία κορδέλα, ένα ποίημα για τον έρωτα, ένα κομμάτι τούρτα, μια γιρλάντα, ένας σπόρος που είναι έτοιμος να γεννήσει ζωή, μία δαντέλα λευκή, λίγο μπλε του ουρανού, ένα βόλο πολύχρωμο, τη ζεστασιά ενός φιλιού, μιας αγκαλιάς, του χαμόγελου, του γέλιου...
Κάθε πρωί της ημέρας που ανατέλλει διηγούνται από στόμα σε στόμα το όνειρο που είδε αυτός που κοιμήθηκε με το μαγικό μαξιλάρι το προηγούμενο βράδυ, και η ζωή τους γίνεται ένα πολύχρωμο μωσαϊκό.
Το επιμύθιο διδακτικό και ελπιδοφόρο, με την ομορφιά να κυριαρχεί. Είναι ο κοινός στόχος των νέων παιδιών που δεν προδίδουν τα οράματά τους παρά τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της κοινωνικής τους πραγματικότητας που εξασφαλίζει την κυριαρχία των εχόντων τη θέση ισχύος εξουσιασμού και χειραγώγησης της δύναμης της ανθρώπινης ψυχής.
Ο βασιλιάς και το επιτελείο του χάνονται στο λαβύρινθο των κακών που θέλησαν να απλώσουν. Οδηγούνται στα Τάρταρα του σκότους της κακίας τους και η Ουρανούπολη βρίσκει πάλι τον εαυτό της που είχε επιτρέψει να της βιάσουν.
Ίσως λοιπόν τελικά αναπάντητες ερωτήσεις να μην υπάρχουν. Μόνο η επιθυμία να βρούμε τις απαντήσεις εξασθενεί κατά καιρούς λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών επιταγών. Την επιθυμία για ζωή αν δεν ξεχνάμε να προστατεύουμε, δε θα σταματήσουμε να ζούμε...
Σηκωθείτε λίγο και δείτε τη ζωή που σας μιλά, ακούστε τη...τα λοιπά συμπεράσματα δικά σας...

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και το μέλλον της ανάγνωσης»

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
«Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και το μέλλον της ανάγνωσης»
Σάββατο, 17 Απριλίου 2010 Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50, Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης») - Διοργάνωση: Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε συνεργασία με το περιοδικό ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ Επιστημονική ευθύνη: Κώστας Ακρίβος

Διδάσκεται η λογοτεχνία; Ή μήπως απλώς αγαπιέται; Με αυτό το ερώτημα να ταλανίζει τις ψυχές μας και το μυαλό μας το φορτωμένο με το ακαδημαϊκό μας υπόβαθρο αλλά και την εμπειρία της τάξης, μαζευτήκαμε όλοι εμείς που παρακολουθήσαμε την ημερίδα για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Και αποχωρώντας το συμπέρασμα ποιο ήταν;
Δεν ξέρω για τους συναδέλφους μου αλλά για μένα ήταν μια επιβεβαίωση της πίστης μου στη σπουδαιότητα του ρόλου του δάσκαλου-παιδαγωγού.

Η λογοτεχνία όπως κάθε τέχνη είναι πάθος και αν δεν διακατέχεσαι από αυτό το πάθος δεν μπορείς να βοηθήσεις αυτούς που επιθυμούν να το βιώσουν στην τελετή μύησής τους. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι καθημερινά οι μαθητές των Ελληνικών σχολείων γίνονται μάρτυρες ενός αποτρόπαιου εγκλήματος: λάθος άνθρωποι τοποθετούνται σε λάθος θέσεις. Η ακαδημαϊκή επάρκεια δε συνεπάγεται μεταδοτικότητα και το οικτρό αποτέλεσμα είναι να ζητάται από ανθρώπους λόγω του Πανεπιστημιακού τους πτυχίου να διδάξουν αντικείμενα που δεν αγαπούν. Ή αντικείμενα που τους φοβίζουν, που τους είναι αδιάφορα ή ξένα. Βέβαια από την άλλη θα μπορούσε κάποιςο να προτάξει το επιχείρημα ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ξαφνικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μία πρόκληση που ενώ αρχικά σε αφήνει παγερά αδιάφορο ή σου προκαλεί απέχθεια στην πορεία σε οδηγεί να αποκαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου που δεν υποψιαζόσουν.
Στην περίπτωση όμως τη συγκεκριμένη, της διδασκαλίας της λογοτεχνίας δε χωρούν πλέον πειράματα. Θα μπορούσαν να υπάρχουν λέσχες ανάγνωσης ή δημιουργικής γραφής εντός του σχολικού χώρου που να απευθύνονται στους ίδιους τους καθηγητές και έτσι να τους δοθεί η ευκαιρία να πειραματιστούν. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με το έμψυχο υλικό της τάξης, τους μαθητές μας θα πρέπει να ξέρουμε τα ‘επιθυμώ’ και τα ‘θέλω’ μας ώστε να μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στο πείραμα που έτσι και αλλιώς συντελείται αντός των τόιχων μιας τάξης. Το πείραμα του κοινού ταξιδιού προς τη γνώση και την απόλαυση, που κάθε φορά είναι διαφορετικό γιατί ακριβώς κάθε φορά είναι διαφορετική η δυναμική της τάξης.

Επανερχόμαστε λοιπόν στο πολύπαθο ζήτημα της διδασκαλίας της λογοτεχνίας. Ας θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνία υπό ιδανικές πάντα συνθήκες διδάσκεται από καθηγητές που την αγαπούν. Και πάλι όμως το πρόβλημα παραμένει. Το μεγαύτερο ποσοστό των μαθητών παραμένει αδιάφορο ή υιοθετεί συμπεριφορά απαξίωσης ή αντίδρασης αρνητικής. Η λογοτεχνία εξακολουθεί και τους φαντάζει ως καταναγκασμός. Και η έννοια της απόλαυσης δεν ελλοχεύει ούτε στην πιο κρυφή άκρη του μυαλού τους. Γιατί; Τις πταίει; Ποιες είναι οι συγκλίνουσες δυνάμεις αυτού του αιτιατού; Είναι η έλλειψη διδακτικών μεθόδων; Είναι η έλλειψη εργαλείων; Είναι η έλλειψη επιμόρφωσης; Είναι μήπως το συγκεχυμένο πλαίσιο ιδεολογίας εντός του οποίου τοποθετείται η διδασκαλία της λογοτεχνίας;

Η λογοτεχνία είναι ακριβώς αυτό που η ίδια βροντοφωνάζει. Η τέχνη του λόγου. Και ο λόγος χάρη στη δυναμική της προσωπικότητάς του έχει πολλές μορφές οι οποίες μεταβάλλονται ανάλογα με τα πρότυπα και τις απαιτήσεις της εκάστοτε εποχής. Η ίδια η διαφήμιση – όπως εύστοχα ειπώθηκε από έναν ομιλητή της ημερίδας- μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνία. Και όμως πόσοι από τους διδάσκοντες έχουν αποτολμήσει να το σκεφτούν αυτό; Ίσως ένας-δυο αλλά η πλειοψηφία ταμπουρωμένη πίσω από αυτό το πρότυπο που έχει μάθει να αγαπά και κυριευμένη από το γνωστό φόβο που συνοδεύει κάθε καινοτόμα αντίληψη δεν αποτολμά να το διανοηθεί.

Η λογοτεχνία παίρνει δύναμη από τους αναγνώστες της, μέσα από αυτούς ζει και όμως είναι καταδικασμένη ταυτόχρονα να κουβαλά πάντα τα ελαττώματα των αναγνωστών της. Φανταστείτε αναγνώστες που μεγαλώνουν σε ένα τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, εφήβους που στέκονται αποπροσανατολισμένοι στο κατώφλι του μέλλοντός τους ψάχνοντας όπως η εποχή τους τους μαθαίνει το τι και όχι το πώς. Έφηβοι ανυπόμονοι να βρουν αυτό το εισιτήριό τους στην επιτυχία, επιτυχία που τους έχει εμφυσηθεί στο μυαλό ως συνδυασμός επαγγελματικής και οικονομικής ευμάρειας.

Τι να πεις σε αυτά τα παιδιά που ζουν διαρκώς κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της αποτυχίας στις Πανελλήνιες; Πώς να τους πιάσεις το χέρι και να τους οδηγήσεις στη μαγεία του Ρίτσου ή του Παπαδιαμάντη ( τυχαία ενδεικτικά παραδείγματα χωρίς πρόθεση αμέλειας στην παρακαταθήκη άλλων ομοίων τους) όταν τρέχουν πανικόβλητα να καλύψουν την ύλη; Παγιδευμένα στο δίκτυο της αποστήθισης παλέυουν με τους Βησιγότθους και τους Λαιστρυγόνες των αφηγηματικών τεχνικών, των καλολογικών στοιχείων!, των βιογραφικών στοιχείων, του στυλ και του ύφους των συγγραφέων, των λογοτεχνικών ρευμάτων. Και στέκεσαι μπροστά σε αυτά τα μάτια τα διψασμένα για ζωή φορτωμένος εσύ ο δάσκαλος με το άχαρο και απάνθρωπο φορτίο να τους γεμίσεις τον εγκέφαλο με μηχανιστικό τρόπο σκέψης.

Χάνεις και εσύ το ταξίδι. Και η Ιθάκη, η σωστή ανάλυση, η απόδοση περίληψης ενός λογοτεχνικού έργου, η ανάλυση του γλωσσικού ύφους ή του ήθους του συγγραφέα, κάθε άλλο παρά η γη της επαγγελίας είναι.

Αλλαγή επιβάλλεται λοιπόν. Αλλαγή στον τρόπο προσέγγισης της λογοτεχνίας. Αλλαγή στον τρόπο προσέγγισης του λόγου. Γιατί ο λόγος υπάρχει μέσα μας και παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις και τα δυσοίωνα στατιστικά (40% των Ελλήνων λέγονται ότι δεν έχουν διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο) τα παιδιά έχουν δημιουργικότητα, έχουν προτάσεις τέχνης. Και τρανή απόδειξη: Τέχνη είναι ότι κατορθώνουν να παραμένουν ζωντανά στη σκηνή παρά τις συστηματικές προσπάθειες ενός αποστειρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος που εξακολουθεί να τα κοιμίζει, να τα καθοδηγεί με παρωπίδες, να τα καταδικάζει για κάθε τι διαφορετικό, να μην τα ανέχεται, να τα απορρίπτει, να τα ρίχνει στον Καιάδα της ημιμάθειας.

Υπάρχουν παιδαγωγοί σήμερα γιατί ποτέ δε πάψει να καίει η φλόγα της μάθησης. Την ανάγκη της μάθησης την κουβαλάμε στα γονίδιά μας αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την καλλιέργεια την κατάλληλη που κάθε σπόρος θέλει για να ανθίσει. Και η καλλιέργεια δημιουργεί τους δικούς της κηπουρούς. Το λιβάδι της παιδικής ψυχής θέλει πότισμα, ήλιο απλόχερα και ενθάρρυνση. Θέλει χρόνο και όχι αποσπασματικότητα, θέλει όραμα και όχι απλώς μονομερείς, ξερούς στόχους, θέλει συνεργασία, ψυχή που δε φοβάται να μάθει.

Και αξιόλογες ήταν οι προτάσεις που ακούστηκαν σε αυτήν την προσπάθεια μελέτης του προβλήματος που υπάρχει σχετικά με το μέλλον της ανάγνωσης, και εφικτές.

Τι μένει λοιπόν; Απελευθέρωση αλλά και σκληρή δουλειά όλων μας. Απελευθέρωση από ταμπού και προκαταλήψεις. Γιατί η απορία μου είναι η εξής: μέχρι πότε θα μας κυνηγά αυτή η παράνοια πως ό,τι γίνεται, βιώνεται και πραγματώνεται εντός του σχοελίου γίνεται επειδή πρέπει και όχι επειδή θέλουμε; Και μέχρι πότε το ‘πρέπει’ θα θεωρείται αυτομάτως εκ διαμέτρου αντίθετο με το ‘θέλω’; Θεωρία θα μου πείτε χωρίς ουσία. Και όμως αγαπητοί μου επιτρέψετέ μου να διαφωνήσω. Αν κάποιoς έλεγε ότι πρέπει να θέλουμε; Τι θα γινόταν τότε; Θα χάναμε τα θέλω μας; Και θα ήμασταν έλλογες θεωρητικά, άλογες όμως στην ουσία μας υπάρξεις που δε θα ξέραμε τι θέλαμε; Μήπως αυτή είναι η μεγαλύτερη αυταπάτη της ανθρώπινης ψυχής; Μήπως τελικά τα παιδιά μας πιστεύουν τα ίδια ότι δεν ξέρουν τι θέλουν ή τι τους αρέσει γιατί έχουν βαφτιστεί λάθος τα πράγματα και οι καταστάσεις γύρω μας; Μήπως και εμείς γινόμαστε καταπιεστές επειδή και καλά έτσι πρέπει; Τι θέλουμε; Θέλουμε να αγαπάμε, να απολαμβάνουμε, να χαιρόμαστε. Ας το μοιραστούμε λοιπόν το θέλω μας μέσα από όλες τις πιθανές διαδρομές. Και η λογοτεχνία είναι μια τέτοια διαδρομή.

Και η πορεία προς διαφορετικές διαδρομές, είναι θέμα διδασκαλίας. Γιατί η διδασκαλία δείχνει προς τα πού έχουν χαραχτεί αυτές οι διαδρομές αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι δείχνει πώς μπορούν να χαραχτούν καινούριες διαδρομές.

Η διδασκαλία σε μυεί στην ανακάλυψη της μαγείας της ζωής. Και η διδασκαλία δε γίνεται μόνο μέσα σε μια τάξη με ένα συγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα και χρονοδιάγραμμα. Η διδασκαλία γίνεται κάθε ώρα, κάθε στιγμή από κάθε τι και καθέναν που υπάρχει στη φύση. Στην προσπάθεια οργάνωσής της και συστηματοποίησής της κάπου χαθήκαμε και ξεχάσαμε τη δύναμή της. Αν την αφήσουμε λίγο ελεύθερα να αναπνεύσει θα μας αναδύσει ψηλά.

Με την ευχή να αφεθούμε όλοι στον ωκεανό της απολαμβάνοντας την αίσθηση του λυτρωτικού νερού στο κορμί και στο μυαλό μας πιστεύω ότι καμία διαδρομή μάθησης δε θα χαθεί...πόσο μάλλον αυτή της τέχνης του λόγου...

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Στου μύθου το λαβύρινθο ......

‘Ω Γλυκύ μου έαρ...’ ποιους μύθους κουβαλάς;

Έαρ, το γλυκό παιδί του χρόνου, όλο σκανταλιές και εκπλήξεις, η πιστή αγαπημένη μούσα ποιητών, ζωγράφων και λογοτεχνών. Διαδέχεται το κρύο και την παγωνιά και αφυπνίζει την ψυχή των όντων μετά τη χειμερία τους νάρκη.
Η Άνοιξη έχει ταυτιστεί με την Αέναη Νεότητα, την Ορμή, την Ιλαρότητα και το Ξύπνημα του Ηλίου. Είναι η ομορφιά που ανοίγει τα πέταλά της και ανθίζει πρόθυμη να διαχύσει την καθημερινότητά μας με τις ευωδιές της. Η φύση αφήνεται στου ηλίου τα χάδια, σπάει τις κλειδαριές της και ανοίγει την πόρτα της σε όλους εμάς τα παιδιά της, καλώντας μας με χαμόγελο να γιορτάσουμε μαζί της, να αφεθούμε στου πανηγυριού της τη μέθη, να ξεδιψάσουμε με τους χυμούς της και να χορέψουμε αγκαλιασμένοι στο γαϊτανάκι των πολύχρωμων αισθήσεων και συναισθημάτων.

Στα σχολικά εγχειρίδια, το μέσο της πρώτης επίσημα οργανωμένης επαφής μας με τη γνώση, διδασκόμαστε ότι οι εναλλαγές των εποχών οφείλονται στον τρόπο που περιστρέφεται η γη. Συγκεκριμένα ο πλανήτης μας, μέλος του ευρύτερου ηλιακού συστήματος περιφέρεται καθημερινά γύρω από τον εαυτό του και ετησίως γύρω από τον ήλιο. Μέσα από το συνδυασμό αυτών των δύο ειδών περιστροφής δημιουργούνται και οι τέσσερις εποχές. Ο ερχομός τους σηματοδοτείται από τις ισημερίες –εαρινή και φθινοπωρινή για την Άνοιξη και το Φθινόπωρο αντίστοιχα- και τα ηλιοστάσια –χειμερινό και καλοκαιρινό για το Χειμώνα και το Καλοκαίρι.

Μέσα από τους λαβυρίνθους της παράδοσής μας όμως ξεπετάγεται η Περσεφόνη, η κόρη της θεάς Δήμητρας, που μοιράζεται τη ζωή της μεταξύ του βασιλείου του Άδη και του Πάνω Κόσμου. Όταν ανοίγουν οι πύλες του Άδη και η Περσεφόνη ανεβαίνει στη Γη έρχεται η Άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι. Και όταν φτάνει η ώρα του αποχωρισμού της κόρης από τη μάνα, η φύση θρηνεί, τα φύλλα από τα δέντρα πέφτουν, οι καρποί σταδιακά φθίνουν, ελαττώνονται και μετά τα πάντα παγώνουν και χειμωνιάζει.
Ξετυλίγοντας το νήμα του μύθου των εποχών, βρισκόμαστε στο πανέμορφο, καταπράσινο Νύσσιον Πεδίον, ένα ηλιόλουστο πρωινό.

Η κόρη της Δήμητρας απολαμβάνει τη φύση μαζί με τις Ωκεανίδες Νύμφες όταν βλέπει έναν πανέμορφο νάρκισσο. Την ώρα που ετοιμάζεται να τον κόψει εμφανίζεται ο Πλούτωνας, ο βασιλιάς του Άδη, και την απαγάγει- πάντα βέβαια με τη συγκατάθεση του παντοκράτορα Δία- γιατί την επιθυμεί για γυναίκα του. Η θεά Δήμητρα μάταια ψάχνει να τη βρει. Μεταμφιέζεται σε γριά και περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά αναζητώντας το μονάκριβο παιδί της. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Αλλά ο βασιλιάς Ήλιος που βλέπει τα πάντα, της αποκαλύπτει την αλήθεια. Η θεά οργίζεται, καταφεύγει στην Ελευσίνα και ζητά να της χτίσουν ένα ναό κάτω από την Ακρόπολη. Σε αυτό το ναό αποσύρεται και βυθίζεται στη θλίψη της για την άδικη και σκληρή αρπαγή της κόρης της.

Η φύση όμως πληρώνει το τίμημα του θρήνου της. Η Δήμητρα, κόρη της Ρέας και του Κρόνου, είναι η θεά της γονιμότητας, της καρποφορίας. Το ίδιο της το όνομα με πρώτο συνθετικό τη λέξη ‘Δα’, αρχαία λέξη για τη Γη και δεύτερο τη λέξη ‘μητέρα’ υποδηλώνει τη σπουδαιότητά της. Είναι η πηγή της ζωής. Σύμφωνα με το Διόδωρο Σικελιώτη είναι η θεά που δίδαξε στους θνητούς την καλλιέργεια του σιταριού. Η οργή της λαίλαπα που σαρώνει κάθε καρπό και αναχαιτίζει κάθε γονιμοποίηση. Η λύση έρχεται με τον Ερμή που αγγελιοφόρος του Δία ζητά από τον Πλούτωνα να επιτρέψει την επιστροφή της Περσεφόνης. Πράγματι η Περσεφόνη αφήνεται να επιστρέψει στην μητρική αγκαλιά αλλά έχει ήδη φάει εφτά καρπούς ροιάδος (ροδιού). Γιατί μόνο έτσι μπορεί ο Πλούτωνας να εξασφαλίσει την επιστροφή της στο βασίλειό του, το αόρατο και σκοτεινό βασίλειο του Άδη.Το ρόδι είναι το σύμβολο της γονιμότητας που αποπλανά την Περσεφόνη. Εφτά οι καρποί που γεύτηκε, αντιπροσωπευτικοί των εφτά φάσεων της σελήνης, κατά τη διάρκεια των οποίων οι γεωργοί περιμένουν για να εμφανιστούν τα πρώτα βλαστάρια των καρπών.

Σοφή η λύση που δόθηκε στην αμοιβαία διεκδίκηση που προέκυψε. Μισό χρόνο η Περσεφόνη θα περνά με τη μητέρα της και τον άλλο μισό θα επιστρέφει στον άντρα της, σκορπίζοντας - αλλίμονο - το φονικό πάνω στη γη (Περσεφόνη /Φερσεφόνη –εναλλαγή του χειλικού συμφώνου Φ σε Π - η φέρουσα φόνο όπως δηλώνει και το όνομά της) αφού η θλίψη της Δήμητρας πάλι θα προκαλέσει το πένθος της φύσης.
Αν όμως δεν προηγηθεί η λύπη δεν μπορεί να ακολουθήσει η χαρά. Κάθε τι υπάρχει και συμπληρώνεται μέσα από το αντίθετό του. Μέγα δίδαγμα της φύσης άλλωστε η συνύπαρξη αντίρροπων δυνάμεων για την επίτευξη της αρμονίας.

Δεν ξέρω πόσοι από σας φορέσατε το ‘Μάρτη’ στον καρπό του χεριού σας για να προφυλαχτείτε από τις έντονες ηλιαχτίδες της 1ης Μαρτίου, ούτε αν σπάσατε κάποιο πήλινο αγγείο στην πόρτα του σπιτιού σας για να διώξετε τον χειμώνα και να υποδεχτείτε την εαρινή αύρα...

Ξέρω όμως ότι η Άνοιξη είναι εδώ και σας γλυκοτραγουδά, σας έβαψε κόκκινα αυγά, σας έδωσε βάγια, και ετοιμάζεται να σας φέρει ροδοπέταλα και Μαγιάτικα στεφάνια, σας μυεί στις ιερές στιγμές της Ανάστασης, χτίζει χελιδονοφωλιές στα μπαλκόνια σας, σκάει τα πρώτα μπουμπούκια της στις γλάστρες σας, στα πρεβάζια σας και στα διαχωριστικά των δρόμων, μεγαλώνει την ημέρα σας, σας αναγεννά...
Και πού ξέρετε; Μπορεί εκεί σε κάποια γωνιά, σε κάποιο σταυροδρόμι, πίσω από κάποιο ράφι στο σούπερ-μάρκετ, την ώρα που οδηγείτε, που σερφάρετε στο διαδίκτυο ή τρέχετε πανικόβλητοι να προλάβετε το χρόνο , να ακούσετε το γαργαριστό γέλιο της Περσεφόνης καθώς περιγράφει στη μητέρα της πώς πέρασε έξι μήνες μακριά της....

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Ο ΠΕΤΡΟΣ & Ο ΛΥΚΟΣ-ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

'Ο ΠΕΤΡΟΣ & Ο ΛΥΚΟΣ' Θέατρο Κούκλας από το Κουκλοθέατρο της Αλεξίας Αλεξίου

'Ο Πέτρος και ο Λύκος' είναι μία θεατρική παράσταση που ανεβαίνει στο θέατρο ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΕΣ (Τριπόδων 30, Πλάκα) από το Κουκλοθέατρο της Αλεξίας Αλεξίου και βασίζεται στο ομώνυμο μουσικό παραμύθι του Sergei Prokofiev (Σεργκέι Προκόφιεφ).
Ο Προκόφιεφ (15 Απριλίου 1891-5 Μαρτίου 1953), Ρώσος στην καταγωγή έχει καθιερωθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς συνθέτες του 20ου αιώνα με αριστουργήματα μουσικών συνθέσεων(ορχηστρική μουσική, μουσική για πιάνο, όπερες και μπαλέτα) οι οποίες χαρακτηρίζονται από το 'κυριολεκτικά απαράμιλλο, μεταξύ των συνθετών του 20ου αιώνα, χάρισμά του -όπως έχει χαρακτηριστεί- να συνθέτει πρωτότυπες διατονικές μελωδίες'.
Η σύνθεση της μουσικής και του κειμένου του παραμυθιού έγιναν από τον ίδιο το 1936, περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της δημιουργίας δύο γνωστών του μουσικών συνθέσεων για παιδιά, το έργο 65 'Δώδεκα παιδικά κομμάτια για πιάνο' και το έργο 68'Τρία Παιδικά τραγούδια' το οποίο και ολοκληρώθηκε το 1939. Η πρώτη παρουσίαση του έργου πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαΐου 1936στην αίθουσα Φιλαρμονικής της Μόσχας υπό την διεύθυνση του ιδίου.
Θεωρείται ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα μουσικά παραμύθια όπου κάθε ήρωας αντιπροσωπεύεται από τον ήχο ενός μουσικού οργάνου. Στην ιστορία μας πρωταγωνιστής είναι ο Πέτρος, ένα μικρό αγόρι που ζει σε ένα σπίτι στο δάσος μαζί με τον παππού του, μία γάτα, ένα σπουργίτι και ένα παπάκι.
Αντιπροσωπευτικό παραμύθι με το κακό να αντιπροσωπεύεται από τον απειλητικό, τρομερό λύκο, ο οποίος καταβροχθίζει το παπάκι και το καλό να θριαμβεύει φέρνοντας τη λύση της πλοκής με το ευτυχισμένο τέλος, αφού ο Πέτρος αναδεικνύεται ήρωας και τελικά κατορθώνει με τη βοήθεια των αγαπημένων του φίλων, της γάτας και του σπουργιτιού, να αιχμαλωτίσουν το λύκο, και το παπάκι να βγαίνει σώο και αβλαβές αφού ο λύκος δε μπορεί τελικά να το χωνέψει, έχει συγκεράσει πολύ επιτυχημένα το ψυχαγωγικό και διδακτικό του χαρακτήρα.
Το επιμύθιο εδώ είναι βασικά το μήνυμα ότι τίποτα όσο τρομακτικό και να είναι δεν είναι ανέφικτο στο να αντιμετωπιστεί. Ο ηρωισμός και η νίκη του ενάντια στο κακό δεν είναι θέμα ηλικίας αλλά ψυχικού σθένους. Οι μικροί μας ακροατές με απλό τρόπο και ομαλά ρέουσα πλοκή γίνονται μάρτυρες της ψυχικής δύναμης του Πέτρου αλλά και του μεγαλείου της συνεργασίας, όταν αυτή μάλιστα στηρίζεται σε κοινό κίνητρο, την αγάπη για τη διάσωση του φίλου και την απόδοση δικαιοσύνης. Ο λύκος διέπραξε αδικία και για αυτό πρέπει να τιμωρηθεί. Ό,τι δεν έχουν καταφέρει οι ενήλίκες, μεγάλοι και γι'αυτό έμπειροι κυνηγοί που επιπλέον του πλεονεκτήματος της εμπειρίας τους διαθέτουν και τον κατάλληλο εξοπλισμό, το κατορθώνει ο μικρός Πέτρος μαζί με τους φίλους του. Η εξυπνάδα του και η εφευρετικότητα της σκέψης του ενεργοποιούνται και οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα:Την αιχμαλωσία του κακού λύκου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η απόδοση δικαιοσύνης δε γίνεται με τρόπο βίαιο αλλά νόμιμο και αξιοκρατικό. Ο λύκος πρέπει απλά να απομακρυνθεί, να οδηγηθεί σε ένα άλλο δάσος μακριά αφού αποτελεί κίνδυνο για τα μέλη της κοινωνίας τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου. Πολύ σημαντική η συνδρομή της μουσικής σε όλη την εξέλιξη του μύθου αφού κάθε ρόλος συνοδεύεται από το μουσικό οργανο του οποίου ο ήχος ταιριάζει στην προσωπικότητα του ήρωα έτσι όπως σκιαγραφείται.
Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τη μαγεία της μουσικής και μαθαίνουν ότι κάθε στιγμή της ζωής μας έχει τη δική της μοναδική μουσική απόχρωση βάσει της συναισθηματικής της φόρτισης.
Θεωρώ ότι αυτή είναι και η σημαντικότερη συνδρομή των μουσικών παραμυθιών. Μας διδάσκουν ότι η μουσική είτε ακούγεται δυνατά είτε όχι, ελλοχεύει και χαρακτηρίζει κάθε στιγμή μας, αρκεί να ανοίξουμε τα αυτιά της ψυχής μας και να θελήσουμε να την αφουγκραστούμε.
Καταπληκτική η παρουσίαση από το κουκλοθέατρο της Αλεξίου. Όλη η παράσταση παρουσιάζεται πάνω σε ένα πεντάγραμμο. Οι μικροί μας θεατές βλέπουν τις νότες να μεταμορφώνονται σε κάθε ένα από τους ήρωες. Και οι δύο συντελεστές της παράστασης (γένους θηλυκού) δραματοποιούν με επιδεξιότητα και ενεργή συμμετοχή το μύθο. Η ωραιότερη στιγμή για τους νεαρούς θεατές έρχεται στο τέλος του έργου όπου όλοι μαζί κάθονται μαζί με τη βοήθεια των συντελεστών να ζωγραφίσουν τους ήρωες του έργου και ο κάθε ένας αναλαμβάνει ένα ρόλο ανάλογα με τη φιγούρα που έχει ζωγραφίσει. Κάποιοι είναι οι κυνηγοί, άλλοι η γάτα, άλλοι ο Πέτρος, άλλοι ο λύκος και ούτω καθεξής. Και με τη συνοδεία μουσικής δραματοποιούν την τελευταία σκηνή του έργου, την εορταστική πορεία μεταφοράς του αιχμάλωτου λύκου σε ένα άλλο δάσος μακριά.
Φεύγοντας, κάθε ένας με τη φιγούρα που ζωγράφισε, χαμογελά ευχαριστημένος που έπαιξε και ο ίδιος έναν από τους ήρωες της όμορφης ιστορίας και αποχαιρετά το χώρο με τις νότες να καθρεφτίζουν το ευτυχισμένο, γεμάτο ικανοποίηση, καθάριο παιδικό βλέμμα.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Ο ΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΠΙΠΙΖΑ

Ο ΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΠΙΠΙΖΑ

Παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά – Θεατρική Ομάδα ‘Μίμηση Πράξης’
Σκηνοθ.: Π. Σερεφίδης

Ο τίτλος από τη μια που προκαλεί αρχικά περιέργεια και αδημονία στους μικρούς μας φίλους ‘μα είναι ποτέ δυνατόν ένας ταύρος να παίζει πίπιζα; Και τι είναι η πίπιζα αλήθεια;’ αλλά και το όνομα του ηθικού αυτουργού-δημιουργού του παραμυθιού (Ευγένιος Τριβιζάς) που αποτελεί εγγύηση για τους γονείς σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη θεατρική ομάδα (Μίμηση Πράξης) που κουβαλά στο ενεργητικό της πάντα εξαιρετικές παραστάσεις, καθιστούν δυνατό κίνητρο για να επιλέξει ο θεατής να παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παιδική παράσταση.
Σε αυτό το παραμύθι η πραγματικότητα με την κοινωνία των ανθρώπων από τη μια και η φαντασία με την κοινωνία των ζώων από την άλλη, είναι οι δύο κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους τυλίγεται η πλοκή. Κεντρικόί πρωταγωνιστές ένας πετυχημένος ταυρομάχος που από την αρχή κερδίζει την καρδιά των θεατών του παρά το άχαρο και ταυτόχρονα άσχημο χαρακτηριστικό της δουλειάς του: Σκοτώνει ταύρους ναι αλλά όλοι τον θαυμάζουν ακριβώς γι’αυτό. Παρουσιάζεται ο ταυρομάχος μας περήφανος στην αρχή του έργου και όλο καμάρι να περιμένει ένα ηλιόλουστο πρωινό στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου να περάσει η ώρα μέχρι να πάει στην αρένα για άλλη μια ταυρομαχία που πρέπει όπως και στις άλλες να διαπρέψει. Η τοπική κοινωνία έχει ξεσηκωθεί και αδημονεί να τον θαυμάσει επί το έργο του. Εκπρόσωποί της, ο δήμαρχος της πόλης, ο ιδιοκτήτης της αρένας που γεμάτος χαρά παρηφανεύεται για το ότι τα εισιτήρια του αγώνα έχουν προπωληθεί όλα, ο δημοσιογράφος που εμφανίζεται μαζί με το φωτογράφο για να του πάρει την περιβόητη συνέντευξη, ο γλύπτης που έρχεται να του πάρει τα μέτρα για να του φτιάξει τον ανδριάντα του που θα στηθεί στην κεντρική πλατεία της πόλης, είναι αδιάψευστες μαρτυρίες του θαυμασμού που αξίζει να βιώνει ο ταυρομάχος για τις ικανότητές του. Η σημερινή ταυρομαχία θα είναι η εκατοστή και έτσι θα έχει συμπληρώσει εκατό στη σειρά επιτυχημένες και αξιοζήλευτες εμφανίσεις στην αρένα. Ακόμα και ο καμαριέρης που του φέρνει πρωινό και αναλαμβάνει να καθαριστεί και να σιδερωθεί το κόκκινο πανί του, συνεχώς του ζητάει αυτόγραφα με κομμένη, από το δέος του απέναντι στον ταυρομάχο, φωνή.
Η χαρά που μόνιμα ζωγραφίζει το πρόσωπο του και δίνει λάμψη στα μάτια του γεννά αυτομάτως αγάπη και θαυμασμό στην ψυχή των μικρών μας φίλων. Ξαφνικά όμως εμφανίζονται δύο παρουσίες που φέρνουν τα πάνω κάτω και διασαλεύουν το καθεστώς της δημιουργηθείσας ατμόσφαιρας. Πρώτη η κοπέλα που αγαπά ο ταυρομάχος και δεν της έχει αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα ώστε να είναι σίγουρος ότι τον αγαπά όχι για τη φήμη του αλλά για αυτόν τον ίδιο καθώς και μία αγελάδα που έρχεται να τον επισκεφτεί στο δωμάτιό του καταρρίπτουν αυτό το πέπλο της αίγλης που τον τύλιγε μέχρι τώρα. Μα πώς μπορεί να σκοτώνει ταύρους; Δεν αγαπάει τα ζώα; Είναι λοιπόν τόσο μοχθηρός; Η κοπέλα δεν μπορεί με τίποτα να μοιραστεί τη ζωή της με κάποιον που περνά τη ζωή του μέσα σε αιμοτοχυμένες αρένες. Το δίλημμα για τον ταυρομάχο μας έιναι μεγάλο. Θα πρέπει ή να απαρνηθεί αυτό που ξέρει τόσο καλά και για αυτό του αρέσει να κάνει ή να δεχτεί να χάσει τη μοναδική του αγάπη. Και η αγελάδα; Η αγελάδα δεν είναι άλλη από τη γυναίκα του ταύρου με τον οποίο πρόκειται να μονομαχήσει σε λίγη ώρα σήμερα στην εκατοστή του ταυρομαχία. Τι θα κάνει ο ταυρομάχος μας; Δύο δυνάμεις αντίθετες, αιώνιες συντρόφισσες της ανθρώπινης φύσης σκιαγραφούνται με πολύ πετυχημένο τρόπο από την πένα του συγγραφέα. Η αγάπη για τους άλλους και η αγάπη για τον εαυτό μας. Πόσο είμαστε διατεθιμένοι να χάσουμε ή να εγκαταλείψουμε αυτό που μας δίνει χαρά προκειμένου να βιώσουμε τη χαρά μαζί με τους άλλους μέσα από τους δικούς τους τρόπους;
Οι διάλογοι αλλά και τα τραγούδια – με εξαίρεση κάποια που λέγονται playback- αποδίδονται με επιτυχία και η εξέλιξη του μύθου είναι αριστοτεχνική. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο μύθος εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε σταδιακά κάθε μήνυμα –προβληματισμός δίνεται φυσιολογικά μέσα από τη ροή της ιστορίας. Ακόμα και ο μικρός σε ηλικία θεατής μπαίνει ασυναίσθητα βέβαια αλλά ουσιαστικά στη διαδικασία να συνδέει το αίτιο και το αιτιατό της ιστορίας. Μαθαίνει να σκέφτεται ότι κάθε συμπεριφορά και στάση ζωής έχει μια βάση, μια προέλευση και είναι αποτέλεσμα σκέψης και συνειδητής απόφασης. Η εξήγηση που δίνεται από τον ταυρομάχο για την αιτία που τον οδήγησε σε αυτή τη δουλειά, αυτόν που όνειρό του ήταν να είναι ιδιοκτήτης ανθοπωλείου, αφήνει στα παιδιά τους πρώτους σπόρους της σκέψης ότι πολλές φορές το απρόβλεπτο της ζωής σε οδηγεί σε άλλα, ξένα από τη φύση σου μονοπάτια αλλά τη φύση σου ποτέ δεν τη χάνεις και ούτε και μπορείς να την απαρνηθείς.

Και τελικά παιδιά αλλά και ενήλικες καταλαβαίνουν ή θυμούνται ανάλογα με την ηλικία τους κάτι που έχει παρεξηγηθεί και για αυτό βιώνεται λάθος. Δεν υπάρχει δικός μου ή δικός σου τρόπος χαράς μόνο. Υπάρχουν και κοινοί τρόποι. Τρόποι που μετουσιώνονται σε λόγο κοινό για όλους τους ανθρώπους αλλά και για τους ανθρώπους και όλη την υπόλοιπη φύση επίσης. Και δεν είναι άλλος από της αγάπης το μεγαλείο. Η χαρά της αγάπης που σε οδηγεί σε πραγματική, ουσιαστική αλλαγή των θέλω σου και σε βοηθά να καταλάβεις ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται σε αυτές τις μικρές απλές κινήσεις που όμως είναι τόσο μεγάλες σε επίδραση. Ο ταυρομάχος βρίσκει τον τρόπο μέσα από την αγάπη να συμβιβάσει τα φαινομενικά αντίθετα. Η εκατοστή του ταυρομαχία είναι ουσιαστικά η πρώτη του απόπειρα να αποδείξει ότι με πυξίδα την αγάπη η αρμονική, ειρηνική συνύπαρξη όλων στο βασίλειο της φύσης, είναι εφικτή.
Φεύγοντας σιγοψυθιρίζεις τους στίχους του τραγουδιού με το οποίο κλείνει η ιστορία μας και θυμάσαι αχνά κάπως ότι αυτό το μήνυμα κάποτε στα πρώιμα μαθητικά σου χρόνια το είχες ξαναπάρει ‘Αν όλα τα παιδιά της γης δέναν γερά τα χέρια, κορίτσια αγόρια στη σειρά και στείνανε χορό, ο κόσμος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος και ολόκληρη τη γη μας θ’αγκάλιαζε θαρρώ...’
Μόνο που σε αυτό το παραμύθι δε δίνουν τα χέρια μόνο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι και τα ζώα...δηλαδή όλοι όσοι ανήκουν στη φύση. Πολύ αισιόδοξο το μήνυμα και ειρηνικό αφού η λύση του μύθου της ιστορίας έρχεται με τον ταυρομάχο να θαυμάζει επί σκηνής τον ταύρο να παίζει πίπιζα!