Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Είμαστε όλοι «ασυνόδευτοι»… αλήθεια, είμαστε;



Είμαστε όλοι «ασυνόδευτοι»… αλήθεια, είμαστε;


asyno1


Σε ένα όμορφο δρομάκι του Παγκρατίου που αποπνέει την αύρα αυτού του πολιτισμού που όλοι αγαπάμε βρίσκεται το θέατρο Scrow. Μπαράκια πολύβουα, στέκια σχεδιαστών ρούχων, κοσμημάτων, ειδών σπιτιού και αντικειμένων τέχνης συνθέτουν το πολιτιστικό ψηφιδωτό της Αρχελάου. Κόσμος όλων των ηλικιών απολαμβάνει κοκτέιλ, γεύεται ένα πολλά υποσχόμενο πιάτο, βυθίζεται στον ωκεανό των συζήτησεών του ή χάνεται στις μουσικές μελωδίες που πλημμυρίζουν το δρόμο.
Με το που ακουμπάς τη σόλα του παπουτσιού σου στο πεζοδρόμιο ή στην άσφαλτο αυτού του δρόμου, γίνεσαι μέλος αυτής της πολύμορφης οικογένειας που είναι «αδελφοποιημένη» αλλά επ’ ουδενί ομογενοποιημένη.
scrow1

Στον αριθμό 5 βρίσκεται το θέατρο Skrow, Αναζητώντας τον ορισμό της λέξης μαθαίνεις ότι Skrow είναι η λέξη που χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι σωματικά, ψυχικά ή συναισθηματικά χαμένος. Κάποιος που μπερδεμένος ψάχνει την ταυτότητά του ή τον εαυτό του. Και έτσι εισέρχεσαι στο χώρο λες και ξέρεις από πριν βαθιά μέσα σου ότι εδώ θα επαναπροσανατολιστείς.Το περασμένο Σάββατο παρακολούθησα μία από τις παραστάσεις που στεγάζει αυτό το παλλόμενο μικρό σωματίδιο τέχνης με τίτλο «Το ασυνόδευτο».
Το έργο είναι Έλληνα δημιουργού του Ανδρέα Φλουράκη, σε σκηνοθεσία των Γιάννη Νταλιάνη και Βασίλη Μαυρογεωργίου. Και το έργο αυτό που χαρακτηρίζεται ως ανήκον στην εφηβική θεατρική σκηνή, αποτελεί μια αποκάλυψη. Αποτελεί μια αποκάλυψη για την Ελλάδα που εξακολουθεί και δημιουργεί, ανησυχεί, προβληματίζεται, μοιράζεται και πάνω από όλα δεν παύει να ελπίζει.
asyno2
Θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει θέτοντας το ερώτημα «σε τι οφελεί η ελπίδα όταν όλα καταρρέουν; Και όταν βιώνουμε μια φαρσοκωμωδία χωρίς χιούμορ, χωρίς δράμα πια, παρά μόνο υποταγή σιωπηλή και ανήμπορη;»
Θα μπορούσε ναι, μα κοινωνώντας μια παράσταση όπως αυτή δε θα το ξαναπεί. Γιατί τα δύο νεαρά αδέρφια πρωταγωνιστές του έργου αποδεικνύουν ότι όταν υπάρχει ελπίδα πραγματική, τότε αυτή η ελπίδα εξ ορισμού συνοδεύεται και από αποφασιστικότητα, επιμονή, υπομονή και πράξη. Τα δύο αδέρφια βαφτίζουν τον Μπακ, το προσφυγόπουλο από τη Συρία που αποφασίζουν να βοηθήσουν μέχρι να βρει τον τρόπο να φτάσει στους συγγενείς του στη Σουηδία «ασυνόδευτο». Είναι ένα παιδί αρκετά χρόνια μικρότερό τους που οι δύο έφηβοι αναλαμβάνουν να βοηθήσουν. Ένα παιδί που μετατρέπεται στον καθρέφτη της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας που μαστίζεται από τις ασθένειες της εποχής. Η οικονομική κρίση, η πολύωρη εργασία των γονιών και η απουσία τους από το σπίτι, η ανεργία, η εγκατάλειψη της πολυτέλειας ενός μεγάλου σπιτιού και η αναγκαστική μετακόμιση στο πατρικό της μαμάς μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, η ανασφάλεια για το επαγγελματικό τους αύριο είναι οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που καλούνται να διαχειριστούν τα νέα αδέρφια μαζί με την ανάγκη να βοηθήσουν τον Μπακ.
asyno3
Στη διάρκεια αυτού του «ταξιδιού» τους ενηλικίωσης μέσα σε αυτό το νεφελώδες περιβάλλον φοβίας και φόβων, τα νεαρά αδέρφια ενηλικιώνονται μα δεν αλλοιώνονται όχι γιατί ο συγγραφέας κος Φλουράκης επιθυμεί να δημιουργήσει το παραμύθι του ευτυχισμένου τέλους αλλά γιατί αποφασίζει μαζί με τους συνεργάτες του να δείξει σε όλους μας πως όσο «ασυνόδευτοι» και αν πιστεύουμε ότι είμαστε, πάντα μπορούμε να «συνοδευόμαστε» από την ελπίδα για το καλύτερο, για την απόφαση μη εγκατάλειψης, για το μοίρασμα, για τη συνεργασία και για την αγάπη.
Από το δικό μου βήμα επικοινωνίας θα ήθελα να συγχαρώ και να ευχαριστήσω τους συντελεστές της συγκεκριμένης παράστασης για τη «συνοδεία» που πρόσφεραν στο εφηβικό και ενήλικο κοινό της θεατρικής Αθήνας της φετινής χρονιάς, να προτείνω την επίσκεψή τους και τη διερεύνηση δυνατότητας παρουσίασης της παράστασής τους σε άλλα θέατρα της επαρχίας για να προσφέρουν αυτήν την τόση πολύτιμη συνοδεία πολιτισμού, και να ζητήσω από όλους μας ποτέ να μην εγκαταλείψουμε την πίστη μας στην αξία της δημιουργίας.
asyno4
Κείμενο: Ανδρέας Φλουράκης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Νταλιάνης, Βασίλης Μαυρογεωργίου
Σκηνικό/Κοστούμια: Λυδία Κοντογιώργη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Video παράστασης: Μιχάλης Γιγιντής
Φωτογραφίες: Γιάννης Καραμπάτσος
Παίζουν: Αριάδνη Καβαλιέρου, Μάνος Στεφανάκης
Skrow | Αρχελάου 5, Παγκράτι,Παγκράτι
Τηλ : 2107235842
Τελευταίες παραστάσεις: Παρασκευή 10 και Σάββατο 11 Μαρτίου










Πρώτη Δημοσίευση http://tetartopress.gr/%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5-%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%8C%CE%B4%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1/

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

«Ο σκύλος που τόλμησε να ονειρευτεί»






«Ο σκύλος που τόλμησε να ονειρευτεί»Εκδόσεις Διόπτρα, 2016



Ένα από τα δημοφιλή είδη βιβλίων που μιλούν απευθείας στην καρδιά των αναγνωστών, καταρρίπτοντας τα ηλικιακά τους όρια, είναι τα παραμύθια με αλληγορική σημασία. Αγγίζουν όπως κάθε παραμύθι τις παιδικές ψυχές και θυμίζουν στους μεγαλύτερους ενήλικες τη δύναμη της μαγευτικής αφήγησης που μπορεί σε διαφορετικό βαθμό να αφήσει αποτυπώματα στις ψυχές των αναγνωστών/ακροατών της για κάθε σοβαρή, επώδυνη, χαρωπή μα πάνω από όλα πραγματική έκφανση του ανθρώπινου βίου.
Σήμερα συναντιέμαι με το δεύτερο κατά σειρά έκδοσής του στα Ελληνικά, αλληγορικό παραμύθι της Κορεάτισσας Sun Mi Hwang που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 2016 από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Ο σκύλος της ιστορίας είναι η Μαλλιαρούλα, που όπως μας ενημερώνει το οπισθόφυλλο «Γεννημένη παρακατιανή, λόγω της ιδιαίτερης εμφάνισής της [……] έχει όνειρα και προσδοκίες, ακριβώς όπως όλοι εμείς. Μα κάθε χειμώνα, μαύρα σύννεφα κατεβαίνουν και η Μαλλιαρούλα βρίσκεται αντιμέτωπη με δοκιμασίες που θα πρέπει να ξεπεράσει. Μέσα απ’ τα σύννεφα, κι ακόμα περισσότερο πέρα από τις πύλες της αυλής του αφεντικού της, βρίσκεται η πιθανότητα της φιλίας, της μητρότητας και της ευτυχίας – όλα αυτά είναι εκεί έξω και την περιμένουν, φτάνει η Μαλλιαρούλα να μπορέσει να τα κρατήσει, να τα φέρει στο σπίτι και να μας δείξει ότι η ίδια η ζωή είναι η πιο συναρπαστική περιπέτεια που θα ζήσουμε ποτέ».
Από το πρώτο κεφάλαιο του παραμυθιού βυθίζεσαι στην καθημερινότητα της Μαλλιαρούλας. Η αλήθεια είναι ότι αν και πολλοί μπορεί να βλέπουν το σκυλάκι που έχουν ως κατοικίδιο ή αυτό που ονειρεύονται να αποκτήσουν, η Μαλλιαρούλα είναι μια ζωντανή ύπαρξη που γίνεται κολλητή σου έτσι όπως μοιράζεσαι κάθε στιγμή της ζωής της. Ξεχνά ότι ανήκει στον κόσμο των ζώων. Βλέπεις τον άνθρωπο που αγωνίζεται, παρά τις τυχόν ιδιαιτερότητές του, για να διαχειρίζεται ικανοποιητικά τις δυσκολίες, τις ατυχίες, τη σκληρότητα του κοινωνικού του γίγνεσθαι.
Η Μαλλιαρούλα μένει εγκλωβισμένη στο σπίτι του αφεντικού της λόγω της ατυχούς εμφάνισής της. Αντιθέτως η ωραία εμφάνιση της μητέρας της και των αδελφών της γίνεται το εισιτήριό τους για να πουληθούν σε καλή τιμή από το αφεντικό τους Παππού Στριγκλιά. Η Μαλλιαρούλα δηλαδή καλείται από την αρχή που καταλαβαίνει τη ζωή της να συμφιλιωθεί με την εμφάνισή της που γίνεται αιτία της στέρησης της ευκαιρίας για μια καλύτερη ενδεχομένως ζωή και ταυτόχρονα να συμφιλιωθεί με τη στέρηση των δικών της ανθρώπων.
Μα η Μαλλιαρούλα είναι αγωνίστρια. Γιατί έτσι επιλέγει όχι γιατί έτσι πρέπει. Το αποτέλεσμα της επιλογής της το μοιράζεται μαζί σου μέσα από την κάθε δυσκολία που βιώνει. Βιώνει τη φιλία και την άσπονδη πτυχή της, τη μητρότητα, τη θλίψη του θανάτου, την απώλεια, μα ποτέ την έλλειψη ελπίδας.


Τολμώ να μαντέψω, βασισμένη στη βιογραφία της συγγραφέως που κατάφερε να αποκτήσει Πανεπιστημιακή μόρφωση στη Δημιουργική γραφή παρά το αδύνατο του άπορου οικογενειακού υποβάθρου της και να διδάσκει σήμερα Λογοτεχνία στο Τμήμα Καλών Τεχνών της Σεούλ, ότι η Hwang Sun –Mi μοιράζεται μαζί μας την πίστη της στην αξία του αγώνα όχι για να νικήσεις αλλά πάνω από όλα για να ζήσεις. Όπως και στο πρώτο της βιβλίο που της χάρισε την άμεση διασημότητα «Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει» (Εκδόσεις Διόπτρα, 2014) το οποίο και συστήνω ανεπιφύλακτα ανεξαρτήτως της σειράς που θα επιλέξετε να τα διαβάσετε, έτσι και εδώ μέσα από τη μούσα της Μαλλιαρούλα, η Sun Mi Hwang δίνει μάθημα ζωής. Γιατί σου δείχνει ότι μπορεί τίποτα να μην είναι για σένα στρωμένο με ροδοπέταλα, αλλά τίποτα δεν πρέπει να επιτρέψεις να σε στερήσει από την πίστη ότι θα τα δεις και θα τα βιώσεις αρκεί να μην πάψεις να αγωνίζεσαι. Η ζωή του καθενός είναι δική του και παίρνει αξία μέσα από το πώς θα τολμήσει να τη ζήσει.




Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Το Βατραχάκι Πρίγκιπας και ο Καημένος Απέλπιδα Ρομαντικός





Το Βατραχάκι Πρίγκιπας και ο Καημένος Απέλπιδα Ρομαντικός (1η δημοσίευση tetartopress.gr 05/01/2017)




Αφιερωμένο στη Νέα Χρονιά
Τα βατραχάκια είναι μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες για το παράλογο της προσπάθειας. «Δύο βατραχάκια έπεσαν σε ένα δοχείο με γάλα και άρχισαν να χτυπούν τις πατούσες τους έντονα και σταθερά για να μη βουλιάξουν. Τα χείλη του δοχείου ήταν πολύ ψηλά και έτσι δεν μπορούσαν να πηδήξουν για να βγουν. Μα η ώρα περνούσε και το κολύμπι έπρεπε να συνεχιστεί αδιάλειπτα χωρίς εκπτώσεις στην ένταση. Οπότε όπως είναι φυσιολογικό η απρόσκλητη κούραση κατέφθασε. Και στρογγυλοκάθισε με χάρη και χαρά ως νικήτρια της απέλπιδος προσπάθειας. «Δεν έχει νόημα» είπε το ένα. «Δεν υπάρχει ελπίδα, όσο και να κολυμπάμε, δεν μπορεί να σωθούμε.» πρόσθεσε και σταμάτησε να κολυμπάει, βούλιαξε και μετά από λίγο πνίγηκε.
Μα το άλλο συνέχισε παρά το παράλογο της προσπάθειας. Και κάποια στιγμή, ω του θαύματος, το γάλα άρχισε να πήζει, έγινε πιο παχύρρευστο στην επιφάνεια και κάποια στιγμή, μπόρεσε να πηδήξει με ό,τι δυνάμεις του είχαν απομείνει έξω από το δοχείο…»
Έτσι η ιστορία τελειώνει. Δείχνοντας ότι το παράλογο της προσπάθειας μπορεί τελικά να αποδειχτεί περίτρανα λογικό. Και μετά αναβλύζουν τα ερωτήματα τα ατελείωτα. Υπάρχουν γύρω μας τόσα που δεν μπορούμε να δούμε. Και επειδή δε τα βλέπουμε τα ξεχνάμε. Ξεχνάμε ότι στον κόσμο των μαθηματικών οι πιθανότητες ανθοφορίας μιας προσπάθειας ως απόλυτου αριθμού είναι ίσες με το αντίστοιχο απόλυτο αριθμό των πιθανοτήτων αποτυχίας. Ξεχνάμε ότι η θετική έκβαση κάθε προσπάθειας εναπόκειται στην αντοχή, στην υπομονή και επιμονή και φυσικά στην πίστη. Αν η πίστη επιτυχίας σε εγκαταλείψει όσο γνήσια και δυναμικά εξοπλισμένη και αν είναι μια προσπάθεια δε θα καρποφορήσει. Παρά το γόνιμο έδαφος, παρά το σωστό πότισμα, παρά τη σωστή θερμοκρασία, και τον επιστημονικά ελεγμένο τρόπο κλωνοποίησης, συνδυασμού σπόρων ή προσεκτικής επιλογής του αρμόδιου καταρτισμένου επιστημονικού προσωπικού, το άνθος της προσπάθειας θα μαραθεί ή το χώμα του θα σαπίσει.
Στην τελευταία του ταινία “La La Land” ο Ryan Gosling απευθύνεται στην πόλη της καθημερινότητάς του, την πόλη των Αστεριών που εκπροσωπεί το δικό του δοχείο στο οποίο κολυμπά με επιμονή και μανία και αναρωτιέται αν η λάμψη της ιδέας του είναι απλά ένα όνειρο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή η αρχή αυτού του όμορφου και καινούριου που θα φωτίσει τη ζωή του.
City of stars /
Are you shining just for me? /
City of stars /
There’s so much that I can’t see /
Who knows? /
Is this the start of something wonderful and new? /
Or one more dream, /
That I cannot make true.

Αναρωτιέται μα δε δειλιάζει. Όπως δε δειλιάζει και το ένα από τα δύο βατραχάκια της ιστορίας μας.
Πολλοί αυτή την έλλειψη δειλίας τη χαρακτηρίζουν ρομαντισμό, ανωριμότητα ή απελπισία. Όποιος και αν είναι ο τίτλος, παραμένει αναλλοίωτα καταδικαστικός. Η έλλειψη δειλίας, η εμμονή και πίστη στην επίτευξη του στόχου παραμένει καταχωνιασμένη στον καιάδα της Ανωριμότητας και της Αφέλειας. Γιατί απλούστατα μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε. Αλίμονο σε όποιον δεν καταλαβαίνει ότι μεγαλώνει, αλίμονο σε όποιον δεν ωριμάζει.
Και εδώ βγαίνει ο κομπάρσος στη σκηνή σε κοιτά κατάματα και γελά. Καημένε εσύ που πολεμάς να βγεις από το δοχείο. Δε φοβάσαι τα τέρατα που θα δεις εκεί έξω; Τουλάχιστον εδώ μέσα στο δοχείο θα βουλιάξεις στη ζεστασιά και στις θρεπτικές αξίες του γάλατος. Καημένε ανώριμε, παθιασμένε με την επανάσταση την πεπαλαιωμένη και πολλάκις δοκιμασμένη και κατακρεουργημένη από τα ίδια της τα αποτελέσματα, καημένε εσύ που τολμάς να θεωρείς ότι το ώριμο της εποχής σου δε σου κάνει. Πού πας; Και έρχομαι τώρα και εγώ… σκέψου λέω τώρα και εγώ… νομίζεις ότι το βατραχάκι που εγκατέλειψε την προσπάθεια πνίγηκε. Μπορεί και να μεταμορφώθηκε όχι σε πρίγκιπα αλλά σε ψάρι και απλώς μεταλλάχτηκε, ξέχασε ότι ήταν βατραχάκι και αποδέχτηκε τη νέα του ιδιότητα και εξακολουθεί να ζει μέσα στον πάτο του δοχείου; Ε και; Ζωή είναι αυτή;
Να σου πω λοιπόν πού πάει ο Καημένος απέλπιδα Ρομαντικός. Να σου πω γιατί κάπου εδώ μέσα σε αυτές τις γιορτινές μέρες τον συνάντησα μέσα από τις ευχές του για τη νέα χρονιά, μέσα από το ζεστό του χαμόγελο, μέσα από το πλατάγισμα των ποδιών του στο παγωμένο νερό της στασιμότητας και την επιτυχία του να παραμείνει έξω από το Κουτί του Βολέματος, ξυπόλητος και με παγωμένες, κρυσταλλωμένες πατούσες μα ελεύθερος να σκεφτεί και να ονειρευτεί… Να γιατί τον βρήκα μέσα σε κάποιες ταινίες και αναγνώσματα σημερινά, της δικής μας Γαλακτοποιημένης εποχής που όμως ποτέ δε σταματά να προσφέρει ελπίδα.
Πάει εκεί που μια αμοιβαία ματιά, ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο, ένα φευγαλέο φωτεινό βλέμμα, μια νότα, μια λέξη, φωτίζει. Πάει εκεί που μια φωνή θα βροντοφωνάξει ότι είναι εδώ για να μοιραστεί μαζί σου και να αγαπήσει το παράλογο της προσπάθειάς σου.
Μάλλον είναι ώρα να θυμηθούμε ότι υπάρχουν πολλά στο παρασκήνιο που εξακολουθούμε να μη βλέπουμε. Μάλλον είναι ώρα να ακούσουμε το καρδιοχτύπι της καρδιάς μας που θέλει όχι απλώς να επιβιώσει αλλά να μείνει ως ήχος που θα δίνει ρυθμό στην ωρίμανσή μας. Γιατί μεγαλώνουμε ναι, αλλά όχι για να βουλιάξουμε και ούτε για να μεταλλαχτούμε.






http://tetartopress.gr



Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

ΒΙΒΛΙΟ "ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΚΟΜΑ" ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ




Υπάρχουν συγγραφείς που αγαπάς με την πρώτη. Υπάρχουν συγγραφείς που μαθαίνεις να αγαπάς σταδιακά μέσα από τα βιβλία τους. Και υπάρχουν και κάποιοι που ανήκουν στην μαγική σφαίρα της αγάπης που υπάρχει από πριν, χωρίς αιτία, χωρίς έρεισμα, χωρίς προηγούμενο. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς που αγαπώ από πριν είναι ο Θοδωρής Καλλιφατίδης. Και σήμερα έχω ραντεβού με το τελευταίο του βιβλίο «Μια Ζωή ακόμα», το οποίο διάλεξα για να αποχαιρετήσω το 2016 και να υποδεχτώ μαζί σας τη νέα χρονιά 2017.
mia-zoi

Θοδωρής Καλλιφατίδης, «Μια Ζωή Ακόμα»Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης μας εκπλήσσει πάλι και μας δείχνει ότι η ζωή ακόμα και αν εσύ νιώσεις ότι θες να την αφήσεις να σε προσπεράσει, δε θα σε αφήσει. Η ζωή έρχεται ως «Μια Ζωή Ακόμα» για να σου αποδείξει περίτρανα ότι καμία μάχη δε χάνεται αν εσύ πρώτος δεν αφεθείς στην λανθασμένη πίστη ότι την έχασες. «Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης πήρε την απόφαση να αφήσει το γράψιμο πριν τον αφήσει εκείνο. Δε θα μπορέσει όμως να κρατήσει την απόφασή του», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Γιατί πολύ απλά νομίζει ότι δεν έχει κάτι να πει και ότι έχει ντυθεί τη σιωπή της εποχής του που καταρρέει μπροστά στην κρίση που έχει κατακλύσει τα πάντα. Όμως τελικά η πένα του έρχεται και συνδέει την δική του προσωπική υπαρξιακή αγωνία με την κοινή υπαρξιακή αγωνία της παγκόσμιας κοινωνίας που δεν ξέρει ποια πυξίδα να χρησιμοποιήσει και πού να στραφεί για να βρει το φως της που έχει χάσει.
Περιδιαβαίνει ο Θοδωρής Καλλιφατίδης μαζί μας στις αναμνήσεις του, στις εμπειρίες μιας ζωής που έπλεε πάντα με το πάθος για δημιουργία στο πηδάλιό του και αντιμετωπίζει πρόσωπο με πρόσωπο τη φοβία του ότι ίσως το πάθος αυτό σιώπησε. Άφησε τη «λυκοφωλιά» του όπως ονομάζει το γραφείο του και περνά κάθε μέρα μακριά από τη συγγραφική του ιδιότητα. Και πείθει τον εαυτό του ότι έτσι είναι. Όλοι απλώς υποτασσόμαστε στη ματαιότητα της φύσης μας. Ίσως αυτό έχει συμβεί και με το κοινό εγώ της πολυπολιτισμικής πολύχρωμης παγκόσμιας κοινωνίας μας. Έχει υποταχθεί χωρίς άλλα θέλω και χωρίς κανένα κρυφό πόθο στη ματαιότητα εξασφάλισης της επιβίωσης. Μα όπως έλεγε ο Σαρτρ το ξέρουμε όλοι ότι θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να νιώσουμε ευλογημένοι να προλάβουμε σε αυτό το θνητό διάλειμμα να βρούμε αυτό στο όνομα του οποίου επιθυμούμε να πεθάνουμε για να έχει ο θάνατός μας το νόημά του. Γιατί αλλιώς τι νόημα έχει το κούφιο κέλυφος αυτού που εξακολουθούμε και ονομάζουμε Ζωή;
Και έτσι έρχεται αυτή η διαπίστωση. Όσο και αν μεταναστεύσεις σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης, όσο και αν φορέσεις την ασπίδα του «δεν ξεβολεύομαι» και «δε θα είμαι εγώ ο ένας κούκος που θα φέρει την άνοιξη», η ιδιότητα του αγωνίζεσθαι δε θα μπορέσει να μείνει εκτός του στίβου. Γιατί ό,τι και να συμβεί, όποια κρίση και αν εξαπλωθεί, όποια γλώσσα και αν εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί, όποιο κύμα προσφύγων και πενίας καλύψει το φως της ανθρώπινης ύπαρξης, ο τόπος του αγωνίζεσθαι είναι μέσα μας.
Λάτρεψα τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται στη σκέψη του κου Καλλιφατίδη η Οδύσσεια ενός συγγραφέα με την Οδύσσεια κάθε ανθρώπου ασχέτως ιδιότητας. Ο συγγραφέας νιώθει πληρότητα όταν μοιράζεται την αέναη πορεία της σκέψης του. Το στοίχημά του είναι να μη λαβώνεται και να μην επηρεάζεται από την αντίδραση του αναγνωστικού του κοινού. Ούτε από το λεγόμενο συγγραφικό μπλοκάρισμα, αγγλιστί writer’s blog. Ούτε από τον παροδικό λήθαργο που μπορεί να κατακτήσει τη δυνατότητα έκφρασής του. Μπορεί ένας συγγραφέας να βρίσκεται μπροστά σε μία λευκή σελίδα και να τρομάζει γιατί νιώθει ότι το τείχος που έχει υψωθεί ανάμεσα στην αέναη πορεία της σκέψης του και στην πραγματικότητα της καθημερινότητάς του είναι απροσπέλαστο.
Μπορεί… χίλια δυο μπορεί θα έρθουν και θα διαταράξουν την αρμονία του καθημερινού δικού σου κόσμου… του δικού σου πλανητικού χωριού που κινείται με βάση τους κανόνες που έχεις θέσει, με βάση αυτά που σου ταιριάζουν, αυτά στα οποία έχεις αφιερωθεί… μα τελικά ο κος Θοδωρής Καλλιφατίδης που πλέει μέσα στην τρικυμία που προκαλεί η απόφασή του να σταματήσει το γράψιμο καταλαβαίνει ότι είτε χρησιμοποιεί την πένα του είτε όχι, η πένα της σκέψης του δε σταματά ποτέ. Απλώς επιθυμεί πια μετά από 50 συναπτά έτη συγγραφικής αφοσιωμένης εργασίας νέο τρόπο έκφρασης. Για αυτό και αποφασίζει να γράψει απευθείας στα Ελληνικά. Στη δική του γλώσσα. Τη γλώσσα της παιδικότητάς του, τη γλώσσα που άφησε όταν πήρε την απόφαση να γίνει μόνιμος κάτοικος Σουηδίας. Και όπως ο ίδιος αποτινάσσει από πάνω του τη σκόνη των απογοητεύσεων, των θολών εικόνων, και της κούρασης, έτσι μπορεί κάθε θνητός μετανάστης της επίγειας παραμονής του σε αυτό που οριοθετούμε ως Ζωή να αποτινάξει τη σκόνη της απογοήτευσης και να βρει «Μια Ζωή Ακόμα.»
Γιατί; Όχι γιατί φοβάται να πεθάνει αλλά γιατί… αγαπημένοι μου συνοδοιπόροι…. ο τόπος του αγωνίζεσθαι είναι μέσα μας. Καλή μας χρονιά με αναγνώσεις και πράξεις που δε θα αφήσουν τη σκέψη μας να υποταχθεί.

http://tetartopress.gr/%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%86%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B1/

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η «Αργώ», οι Συμπληγάδες και το περιστέρι

Η «Αργώ», οι Συμπληγάδες και το περιστέρι

dove-893526_1920


Ανοίγοντας το αντίστοιχο λήμμα στη Βικιπαίδεια αναφορικά με τον ορισμό «Συμπληγάδες Πέτρες», ενημερώνεσαι ότι στη μυθολογία οι Συμπληγάδες «φέρονταν ως δύο πολύ μεγάλοι βράχοι προ θαλάσσιου στενού (διαύλου), που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς, έτσι ώστε να ήταν αδύνατο το ασφαλές πέρασμα ενός πλοίου». Το πρώτο πλοίο που κατάφερε τελικά τον ασφαλή διάπλου ήταν το πλοίο «Αργώ» με τους Αργοναύτες, που με τη βοήθεια της θεάς Ήρας, πιθανότατα αφού έχασε την πρύμνη του (κατ’ άλλους την πλώρη του) κατάφερε το μέχρι τότε ακατόρθωτο. Συγκεκριμένα, ο Φινέας συμβούλευσε να αφήσουν πρώτα ένα περιστέρι να περάσει ανάμεσα, όπως και έγινε. Οι βράχοι έκλεισαν πίσω από το περιστέρι, που έχασε μόνο κάποια φτερά της ουράς του, και όταν ξανάνοιξαν, η «Αργώ» πέρασε με τους Αργοναύτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Από τότε, οι δύο βράχοι ακινητοποιήθηκαν».
Η ερμηνεία που έχει δοθεί στο μύθο των Συμπληγάδων κατέχει πολυποίκιλη φύση, μια και εκτείνεται από την καθαρή επιστημονική ως και την μυθολογική / παραφυσική. Μα ο τρόπος χρήσης του μύθου είναι κοινός, παρά την φθοροποιό κατά κοινή ομολογία ιδιότητα του εν κινήσει χρόνου που προχωρά ανηλεώς. Οι Συμπληγάδες Πέτρες παραμένουν το σύμβολο του ακατόρθωτου. Είναι ο ορισμός που καθρεφτίζει το βαθμό ανυπέρβλητης κατά την πρώτη ματιά τουλάχιστον δυσκολίας. Και έτσι κάθε φορά που κάποιος κατορθώνει να πετύχει το εν πρώτοις ακατόρθωτο, νιώθει σαν τον Ιάσονα και τους συντρόφους του, δυνατός και ικανοποιημένος από την νίκη της ανθρώπινης εξυπνάδας έναντι της φυσικής δυσκολίας. Το περιστέρι είναι η προνόηση που προβλέπει με ακρίβεια το χώρο και χρόνο της σωστής στρατηγικής κίνησης. Και ο Φινέας είναι η γνώση που έχουμε μέσα μας για την αλάθητη δύναμη της πρόβλεψής μας.
Σκεφτόμουν πόσο φυσική μπορεί να θεωρηθεί η δυσκολία που συμβολίζουν οι Συμπληγάδες του σήμερα. Όχι δεν είναι Φυσική. Κατασκευασμένη είναι από τους φόβους μας, τις φοβίες μας, την αμάθειά μας, την διόγκωση της ανεργίας, την έλλειψη ελπίδας. Το περιστέρι στις Συμπληγάδες των μαθητικών εξετάσεων είναι η συνεργασία, το σκονάκι, το περισσότερο και αναλυτικότερο διάβασμα. Το περιστέρι στις Συμπληγάδες του εθνικισμού είναι ο εθνισμός, η πάταξη του τυφλού εγωισμού και της περιφρόνησης άλλων πολιτισμών, και η συνύπαρξη και παράλληλη εξέλιξη του πολιτισμού μας μαζί με άλλους. Δημιουργία ιδανικών, εμφύσηση της πίστης, κατασκευή μεθόδων και τεχνικών μπορεί να γίνουν τα περιστέρια μας, κάθε φορά που νιώθουμε ότι οι Συμπληγάδες ορθώνονται απειλητικά απέναντι σε κάθε κουπί που πάμε να τραβήξουμε.
Και αν για κάθε πούπουλο που χάνουμε φυτεύουμε ακόμα πιο βαθιά τη ρίζα της ελπίδας, τότε δε θα χάσουμε το δρόμο. Τώρα που τα αποδημητικά ξενιτεύονται με ταχύτατους ρυθμούς για τις χώρες των Χρυσόμμαλων δερών, τώρα είναι καιρός να γεννηθούν κάποια περιστέρια ακόμα… για τη χώρα αυτή που ακόμα λέγεται Ελλάδα και που ακόμα γεννάει και ανατρέφει Αργοναύτες, που δεν δειλιάζουν να ναυλώνουν την Αργώ αρκεί να ξέρουν ότι θα έχουν πάντα την αφετηρίας τους να τους περιμένει στην επιστροφή.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Ο Άλι από τη Σενεγάλη

Ο Άλι από τη Σενεγάλη

african-american-997244_1280


Πέμπτη απόγευμα γύρω στις 6.00 μ.μ. Πλατεία Νέας Σμύρνης, πολύβουο μελίσσι. Σκοτεινό ακόμα το πολιτιστικό κέντρο «Γαλαξίας», μια και οι εκδηλώσεις ξεκινάνε συνήθως κατά τις 7.00, απ’ ό,τι σε ενημερώνει η τοιχοκολλημένη απ’ έξω μέσα στη βιτρίνα αφίσα. Απέναντι από την είσοδο του «Γαλαξία» το suis generis μπιστρό με τα cupcakes και τις σπιτικές λεμονάδες, ενώ ακριβώς στην αντίπερα όχθη της πλατείας παραταγμένα τα καφέ που αποτελούν τα στέκια της εν αναβρασμώ νεολαίας. Μαμάδες με καροτσάκια, νεαρές άρτι αφιχθείσες από το γυμναστήριο με την αθλητική τους περιβολή, ζευγάρια απροσδιορίστου ηλικίας πιασμένα από το χέρι, απορροφημένα στο δικό τους μικρό κόσμο της δικής τους μοναδικής συζήτησης. Ζηλεύεις; Ναι, ίσως λίγο ζηλεύεις. Μα όχι κακότροπα και μοχθηρά. Ζηλεύεις με αυτή τη ζήλεια που πλημμυρίζει τη γεμάτη πόθο καρδιά για επικοινωνία και σκέφτεσαι τι τυχεροί που είναι οι άνθρωποι όταν την έχουν.
Θα αναρωτηθείς ίσως εσύ τώρα αγαπημένε μου αναγνώστη: Μα καλά; Εσύ; Εσύ δεν την έχεις; Ξέρεις τι δεν έχω και το καταλαβαίνω τώρα; Τώρα που κοιτώ αυτούς τους ανθρώπους πιασμένους χέρι με χέρι; Δεν έχω το χρόνο –ακόμα και αν το έχω– να το χαρώ. Μα γιατί; Γιατί είμαι βλάκας. Είμαι ένας βλάκας που τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ να γεμίσω όλα αυτά τα κουτάκια που ανοίγουν τα Πρέπει της καθημερινότητάς μου. Γι’αυτό. Γι’αυτό και σήμερα έκανα κοπάνα. Έκανα μια μικρή κοπάνα από αυτόν τον αγώνα δρόμου και πριν γυρίσω σπίτι σταμάτησα στην πλατεία. Έτσι για αυτά τα 5 λεπτά του δικού μου κόσμου. Του κόσμου που γεμίζει από την επικοινωνία με την πλατεία την ίδια που ξυπνά και κοιμάται εδώ δίπλα στο γραφείο, το χώρο που περνώ τη μισή μου μέρα. Την πλατεία που η καρδιά της χτυπά και αναζητά τη ζεστασιά των θαμώνων της. Την πλατεία που μπορεί να μου χαρίσει το ταξίδι σε αυτόν τον κόσμο τον φανταστικό της έλλειψης άγχους, που κάθομαι με παρατηρώ και μου μιλώ σε β’ πρόσωπο ενικό.
Κάθεσαι και χαζεύεις λοιπόν. Εκεί κάπου στη μέση, δίπλα στο σιντριβάνι, ανάμεσα στις δύο πλευρές της πλατείας. Χαζεύεις. Τα λαμπερά από τη χαρά της νιότης κορίτσια ή αγόρια, παρέες σε δυάδες ή τριάδες περαστικές που αφήνουν το έντονο γέλιο ή την ηχώ της φωνής τους από τις ζωηρές συζητήσεις τους. Το βλέμμα ρουφά τη ζωή που χύνεται υπερβολικά γύρω σου σα ρέον νερό και αναπνέεις. Αναπνέεις και ξεχνιέσαι για λιγο. Φεύγει σιγά σιγά η κλεισούρα του γραφείου που ω τι σύμπτωση σε κράτησε και σήμερα λίγο παραπάνω από το συνηθσιμένο. Φεύγει η βαριά πλάκα που είχε πάλι στρογγυλοκαθίσει απρόσκλητη μέσα σου κάποια στιγμή εκεί γύρω στις 3.00 που κλείστηκες στην αίθουσα συνεδριάσεων για να βάλεις δυο μπουκιές από το φαγητό που κουβαλάς στο ταπεράκι σου κάθε μέρα. Βαρέθηκες να τρως από ταπεράκια. Βαρέθηκες να τρως μόνος, μέσα στο άγχος να προλάβεις στο μισάωρο διάλλειμα φαγητού που προβλέπεται από τους εργασιακούς άτυπους κανόνες να καταλαγιάσεις την πείνα σου, να πάρεις ενέργεια και να προλάβεις κακήν κακώς να χωνέψεις, για να επιστρέψεις στο γραφείο και να συνεχίσεις την ολοκλήρωση του έργου, του υπολογιστικού φύλλου ή της έρευνας των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στους λογαριασμούς των αποθανόντων συνταξιούχων.
Και εκεί την ακούς… τη φωνή ενός ψηλού κατάμαυρου, γυαλιστερού άντρα «θέλει; Βραχιόλια, κοκαλλάκια; Έχω και γυαλιά»… χαμογελάς κατευναστικά «όχι δε θέλω σε ευχαριστώ»
Και το βλέμμα του τόσο λαμπερό όσο και το χαμόγελο σε τραβά να κοιτάξεις την πραμάτεια του την απλωμένη στο ταμπλό που κουβαλά: «να, να διάλεξε» και σου δείχνει βραχιολάκια «8 ευρώ, μόνο 8 ευρώ» και έτσι απλά ο διάλογος συνεχίζεται.
art-1219118
«8 ευρώ; Πολλά τα 8 ευρώ…»
«Πάρε, πάρε ζίκου ζίγκου και θα δεις. Είναι βραχιόλι τύχης, θα δεις.»
«Δηλαδή με 8 ευρώ αγοράζω την τύχη μου; και εσύ; Εσύ που τα έχεις και τα πουλάς έχεις την τύχη μαζί σου;»
«Εγώ; Εγώ τυχερός που είμαι εδώ.»
Και κείνη την ώρα κατακεραυνώνεσαι. Τυχερός που είναι εδώ, στην πλατεία. Μια πλατεία ενός προαστίου πολυπληθούς στα Νότια της Αττικής. Ξένος μέσα σε ξένους, πωλητής του δρόμου και όμως τυχερός. Που δεν ξέρει τι θα πουλήσει και πότε. Δεν ξέρει πόσα θα βγάλει το μήνα, δεν ξέρει ποιος ή τι μπορεί να τον δυσκολέψει. Και ξαφνικά σπλας πέφτει το νερό πάνω σου και ξυπνάς. Ξυπνάς από το λήθαργο της κούρασης, της κόπωσης της ψυχικής. Και συνεχίζεις.
«Πώς σε λένε; Πού μένεις; Εδώ; »
«’Αλι. Ομόνοια μαζί με φίλους».
«Και εδώ είναι το στέκι σου; Εδώ είναι το σημείο που πουλάς; Από πού είσαι; Πόσα χρόνια είσαι Ελλάδα;»
«7. Από Σενεγάλη».
«Αχά ο Άλι από τη Σενεγάλη. Λοιπόν Άλι 5 ευρώ έχω πάνω μου. Να πάρω ένα πώς το είπες;»
«Ζίκου, ζίγκου»
«Τι σημαίνει αυτό;«Ζ»
«Στα Αφρικάνικα καλή τύχη και υγεία».
Και έτσι διαλέγεις ένα μπλε και το φοράς. Βραχιόλι μακρύ με μαγνητάκια μαύρα προς γκρι που κολλάνε μεταξύ τους και μπλε πέτρες. Χαιρετάς τον Άλι, το φοράς, ξαναρίχνεις μια ματιά στην πλατεία και φεύγεις. Επιστρέφεις στ’αμάξι και παρατηρείς το χέρι που κρατά το τιμόνι πιο ανάλαφρα. Κάπως είσαι, κάπως νιώθεις. Πιο ανάλαφρα, πιο καλά, πιο τυχερά;
Το βράδυ ψάχνεις στο google να βρεις το ζίκου ζίγκου στ’ Αφρικάνικα. Δε βρίσκεις κάτι χειροπιαστό. Χαμογελάς μπροστά στην οθόνη του google translate. Τι λέγανε παλιά; Η τύχη πάει με τους τολμηρούς; Όχι φίλοι μου αγαπημένοι. Η τύχη πάει με τους ελπίζοντες. Η τύχη πάει με τον Άλι από τη Σενεγάλη που δεν ξεχνά να εκτιμά αυτό που έχει.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Γεωργού παις κοχλίας ώπτει




Γεωργού παις κοχλίας ώπτει


escargot-925593_1920
Ο τίτλος δανεικός από την εναρκτήρια φράση μύθου του Αισώπου. Και για όποιους δεν τολμούν τον πειραματισμό απόδοσης του νοήματος στη Νεοελληνική γλώσσα, από φόβο μήπως μέσα στην παραζάλη που προκλήθηκε από τις δηλώσεις του επίσημου εκπροσώπου αυτού που ονομάζουμε Παιδεία, του ορισμένου ως Υπουργού Παιδείας μας, θεωρηθούν «παρά φύσιν» υπάρξεις, μια και χαρακτήρισε την παραπάνω σε ώρες διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών σε σύγκριση με αυτές της  Νέας ελληνικής, ως «παρά φύσιν» διδασκαλία, προχωρώντας σε διαταγή μείωσης των ωρών διδασκαλίας τους από τον επερχόμενο Σεπτέμβριο, επιβεβαιώνω το νόημα «παιδί γεωργού ψήνει σαλιγκάρια».
Ο γιος του γεωργού λοιπόν έψηνε σαλιγκάρια και ακούγοντάς τα να τραγουδούν, γύρισε γεμάτος απορία προς τα σαλιγκάρια και είπε: Κάκιστα ζώα, καίγεται το σπίτι σας και εσείς τραγουδάτε;
Δεν ξέρω αν θυμάστε αλλά κάθε φορά που ακούμε ή διαβάζουμε ένα Αισώπειο μύθο ή ένα παραμύθι διδακτικό, συνηθίζεται να διερευνάμε το νόημά του, δηλαδή τη διδαχή του. Κάτι μας αφήνει, κάτι θέλει να μας πει. Συνήθως δε επικρατεί η ελπίδα ότι το καλό πάντα νικάει το κακό και επικρατεί. Ο μύθος για το γιο του γεωργού και τα σαλιγκάρια θέλει να πει αυτό που μετά η λαϊκή σοφία εξέφρασε για τον κολιό και τον Αύγουστο. Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο. Αξιοκατάκριτο κάθε τι που γίνεται παράκαιρα. Είναι δυνατόν τα σαλιγκάρια να τραγουδούν ενώ πεθαίνουν;
Και όμως είναι. Και αν πας στην Κρήτη και βρεθείς στην κουζίνα την ώρα που τσιγαρίζουν σαλιγκάρια (η επιλογή του νησιού από συνήθεια, μια και η Κρήτη είναι ο κατεξοχήν τόπος μαγειρέματος και γευστικής απόλαυσης των σαλιγκαριών), θα ακούσεις πάλι τους κοχλίες να άδουν ή νεοελληνιστί τα σαλιγκάρια να τραγουδούν!
Γιατί; Λειτουργούν παρά φύσιν; Τραγουδούν ενώ πεθαίνουν; Πώς; Δεν φοβούνται το θάνατο; Δεν τρομάζουν στην ιδέα απώλειας της ζωής τους; Ε λοιπόν όχι. Δεν έχουν συναίσθηση του τι τα περιμένει, για αυτό και τραγουδούν. Αν είχαν συναίσθηση δε θα τραγουδούσαν. Μήπως όμως και ξέρουν και μπορούν να τραγουδήσουν το μοιρολόι τους; Δύσκολος ο διαχωρισμός τραγουδιού και θρήνου, αλλά ίσως όχι και ανέφικτος. Μπορεί αυτό που εμείς θεωρούμε τραγούδι χαράς, για αυτά να είναι ο θρήνος αποχαιρετισμού της ζωής τους. Μπορεί όμως να είναι και το τραγούδι τους η έκφραση της χαράς τους, που ο θάνατός τους έχει τουλάχιστον σκοπό ύπαρξης. Όπως και να χει, η φύση των κοχλιών είναι συνυφασμένη με το τραγούδι την ώρα που πεθαίνουν.
Ο Αίσωπος ήθελε να μοιραστεί με τον κόσμο την πίστη του, ότι κάθε τι έχει το χρόνο του. Η φύση το αποδεικνύει. Το δίδαγμα ισχύει. Αλλά τι ισχύει αν αυτό που η φύση θεωρεί φυσικό, κάποιος έτερος κοχλιός μπορεί –αν επιλέξει– να το θεωρήσει παρα-φυσικό; Η ελευθερία έκφρασης ενδυναμώνει κάθε μυαλό να πει αυτό που ο ίδιος θεωρεί φυσικό. Μήπως όμως αντιπαρατιθέμενος σε αυτό που η φύση επιτάσσει, γίνεται ο ίδιος παρά-ταιρο παρα-φυσικό κομμάτι; Σκέφτομαι βέβαια ότι η φύση της εποχής του Αισώπου έχει αλλάξει. Η φύση σήμερα είναι εμβολιασμένη με τις παρεμβάσεις μας. Σήμερα τρώμε καρπούζι το χειμώνα. Σήμερα οι εποχές έχουν μπερδευτεί και έχουν σπάσει σε κομμάτια ενός παζλ κατασκευασμένου από την περιβαλλοντική μόλυνση, τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τους τρόπους κατασκευής συνθηκών ζωής σε άλλους πλανήτες, την διεύρυνση των ορίων ανοχής, τον υπερβάλλοντα ζήλο υιοθέτησης της ταυτότητας του ελευθεριάζοντα νου εις βάρος του παραδοσιακού και στενόμυαλου, την ορμή γκρεμίσματος και αποκαθήλωσης κάθε παλιάς συνήθειας ή πεποίθησης. Σήμερα η φύση δεν δύναται να ξέρει τι είναι Φυσικό ή τι είναι παρά φύσιν, τι είναι ενάντιά της δηλαδή. Αλλά οι εκάστοτε κοχλιοί υιοθετούν χαρωπό ή λυπητερό τραγούδι, προσπαθώντας φευ να επιδείξουν αυτοί στη Φύση το παρά-φύσιν… ιλαρό; κωμικοτραγικό; ουδέτερο; Σκέφτομαι πάλι ότι η φύση των κοχλιών του μύθου, είναι συνυφασμένη με το τραγούδι την ώρα που πεθαίνουν. Και έτσι η φύση των λοιπών κοχλιών της κοινωνίας είναι συνυφασμένη με τα παρά-φύσιν αποφθέγματά τους.
Και εμείς οι λοιποί που κάποια στιγμή εγκλωβιστήκαμε μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα φυσικού και παραφυσικού, μέσα στον αποπροσανατολισμό και στη δυσκολία οριοθέτησης του παράκαιρου, μέσα στη φοβία του απόλυτου και στην επιτασσόμενη ψευδεπίγραφη ασφάλεια του σχετικού, εμείς πώς μπορούμε να ορίσουμε τη φύση μας; Και να μην την απολέσουμε άπαξ και τη βρούμε;
Εμείς αλήθεια, τώρα που καίγονται τα θεμέλια του σπιτιού μας, τι επιτάσσει η απολεσθείσα φύση μας να κάνουμε; Με τι είναι συνυφασμένη η απολεσθείσα φύση μας; Τραγουδάμε; Θρηνούμε; Μουρμουρίζουμε; Σιωπούμε. Αυτό κάνουμε. Σιωπούμε μέσα στο παζλ των λέξεων που έσπασαν θρύψαλα και έχασαν τη φωνή τους. Σιωπούμε μέσα στην εκκωφαντική απουσία της πυξίδας της Φύσης.

tetartopress.gr/γεωργου-παις-κοχλίας-ωπτει