Αναδημοσίευση από το “ΕΘΝΟΣ”, Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013
Κριτική θεάτρου
Αντιγόνη Καράλη
Ο «ΠΛΟΥΤΟΣ» ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
16.500 θεατές τραγούδησαν… Μέρες καλύτερες θα ‘ρθούν
«Ανθησε» η Επίδαυρος. Ζωντάνεψε. Ηταν ο Αριστοφάνης, η κωμωδία, ο Σαββόπουλος, το «Μέρες καλύτερες θα ΄ρθούν» που κράτησε για το φινάλε ο θίασος και σιγοτραγουδούσαν οι θεατές φεύγοντας; Ηταν το αεράκι του «Πλούτου» που φύσηξε; Η ανάγκη για απόδραση, έστω και για λίγο, από την καθημερινότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ισως να ήταν όλα μαζί κι άλλα τόσα που έφεραν στο κοίλον του αργολικού θεάτρου περίπου 16.500 θεατές το διήμερο (7.000 την Παρασκευή και 9.500 το Σάββατο), για να χειροκροτήσουν τον αριστοφανικό «Πλούτο» διά χειρός Διονύση Σαββόπουλου.
Μια παράσταση όπου ο δημοφιλής καλλιτέχνης, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, κατέθεσε μια ανάγνωση ενός μελαγχολικού Αριστοφάνη που, όμως, στη μελαγχολία του κρύβονται ακτίνες φωτός. Ποιητικός ρεαλισμός και κομέντια ντελ άρτε, με έμφαση στην κίνηση (υπέροχη η δουλειά του Ερμή Μαλκότση) και τη μουσική, ήταν οι σκηνοθετικοί άξονες για να στηθεί μια παρτιτούρα του αριστοφανικού λόγου. Μακριά από επιθεωρησιακούς κώδικες, χωρίς μπαλαφάρα και υπερβολή, με μέτρο και κομψότητα, αυτός ο «επιγονικός» «Πλούτος», δίχως να «κομίζει γλαύκα» έφερε μια ποιότητα κι αξιοπρέπεια, κι αυτό είχε να κάνει με το σύνολο που τον δημιούργησε.
Ο δημοφιλής καλλιτέχνης είχε επωμιστεί, ταυτόχρονα, και τη μετάφραση, όπου προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην αριστοφανική ποίηση διανθισμένη με σύγχρονα σχόλια, από το χρέος και τη λιτότητα μέχρι τη Μανωλάδα, τους πολιτικούς, τη λαμογιά και τη δίκη του Ακη Τσοχατζόπουλου. Δική του, φυσικά, και η μουσική (βασισμένη στη μουσική που είχε γράψει για το έργο πριν από τρεις δεκαετίες, αλλά εμπλουτισμένη με καινούργιες μελωδίες), έπαιζε οργανικό ρόλο στην παράσταση. Τέλος, ερμήνευσε και την Παράβαση (που είχε ο ίδιος προσθέσει στο έργο).
Με λευκό κοστούμι και πατερίτσα σαν ένας άλλος «Αγγελος Εξάγγελος», ο Νιόνιος εμφανίστηκε στη σκηνή για να μας θυμίσει ένα λάιφ στάιλ, όχι πολλά χρόνια πριν, με «διακοποδάνεια», «μεζονέτες με τζάκια» και «τζιπ αγέρωχα». Επτάμισι λεπτά διήρκεσε η Παράβαση, την οποία το κοινό διέκοψε την Παρασκευή, τουλάχιστον πέντε φορές, με χειροκροτήματα. Κι όταν το λευκό μπαλόνι που είχε υψωθεί στο σκηνικό έσπασε σαν τη «φούσκα» της οικονομίας που βιώναμε, ο καλλιτέχνης μας αποχαιρέτησε με το «Οι παλιοί μας φίλοι» (…βλέπω πυρκαγιές/πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς/κι είμαι μαζί σας./ Οταν ο κόσμος μας θα καίγεται/όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω/τις μέρες τις παλιές).
«Αγώνας λόγων»
Χειροκροτήματα ακούστηκαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας, προς όλους. Ιδιαιτέρως χειροκροτήθηκε η Πενία της Αμαλίας Μουτούση, που με λιτό καφέ μακρύ φόρεμα («κατάλευκη και κάτωχρη η κυρία σαν τραγωδία που βγήκε από την Επίδαυρο», όπως σχολιάζει ο χορός) εμφανίστηκε από το βάθος, από το προσκήνιο του αρχαίου θεάτρου, ανοίγοντας την μπορντό υφασμάτινη «πλάτη» του σκηνικού.
Ο «αγώνας λόγων» με τον Χρεμύλο του Νίκου Κουρή διέθετε εντάσεις και κλιμακώσεις. Αν και «πρωτάρηδες» σε αριστοφανικούς ρόλους οι δύο πρωταγωνιστές, όπως και ο Καρίωνας του Χρήστου Λούλη, κατέθεσαν αξιόλογες ?κι αν μη τι άλλο-, δουλεμένες ερμηνείες. Προσπάθησαν να μην έχουν ένα προσωπείο, αλλά είναι αυστηροί κι αγαπησιάρηδες μαζί και να ισορροπήσουν στο δίπολο «ειρωνεία – συμπόνια». Ο Πλούτος της παράστασης διέθετε τη σκηνική ευστροφία και τη σπιρτάδα του Μάκη Παπαδημητρίου. Απολαυστική η Γριά του Ευριπίδη Λασκαρίδη («έφερνε» στην Ταϋγέτη) που, με τουαλέτα, μποά και ξεδοντιασμένη, «έλιωνε» για τον Νεανία (Ορέστης Καρύδας). Ωραία η λύση με τον Ερμή (Ερμής Μαλκότσης) να διαθέτει μόνο κίνηση, ενώ η φωνή του (που ακούγεται off) να είναι του Δ. Σαββόπουλου. Ο Χορός ασκημένος φωνητικά και με ωραία κίνηση είχε αναλάβει και την (ζωντανή) εκτέλεση της μουσικής.
Πολύχρωμα τα κοστούμια, εμπνευσμένα από τους αναγεννησιακούς αρλεκίνους της αυτοσχέδιας κωμωδίας του 16ου-17ου αιώνα (Αγγελος Μέντης, Μαρία Ηλία), όπως και το πατάρι του σκηνικού με τη ζωγραφισμένη Ακρόπολη κρεμασμένη στο πίσω μέρος του (Αγγελος Μέντης). Στο τέλος της παράστασης, ο θίασος ανεβαίνει στο σκηνικό, ένα κομμάτι του αποσπάται, έρχεται στο κέντρο της ορχήστρας κι όλοι τραγουδούν το «Μας φτάνει μόνο», ένα ταγκό του 1947, του Φίλωνα Αρία σε μια νοσταλγική ατμόσφαιρα. Το κοινό σιγοντάριζε: «Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι/κι ένα σπιτάκι μοναχό στην αμμουδιά/Μας φτάνει μόνο η θερμή μας η αγκάλη/κι αγάπη μας/π’ ανθίζει στην καρδιά». «Να σας παντρέψω εσένα (Πενία) και τον Πλούτο», λέει ο Δ. Σαββόπουλος.
Το φινάλε και η υπόκλιση έγιναν μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, κόντρα στο κλίμα της παράστασης, αλλά πιο κοντά στο Σαββοπουλικό ύφος, στις «γιορτές» που μας έχει συνηθίσει ο καλλιτέχνης.
Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ
«Ποιος θέλει μες στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;»
Αγαπημένοι, νανουρισμένοι εσείς, ασπάζομαι τα μαγουλάκια σας, γιατί ευχάριστα τα νέα που κομίζω θα χαϊδέψουνε τα αυτάκια σας όπως το παραμύθι. Μα είναι όλα αλήθεια; Ο πλούτος θα ξεστραβωθεί, θα γίνουμε όλοι πλούσιοι, σαν τον Μίδα πάμπλουτοι και με αυτιά γαϊδάρου. Ολυμπιάδα στην Αθήνα θα οργανώσουμε και η Ελλάδα πρωταθλήτρια το κύπελλο θα υψώσει. Θα θριαμβεύσουμε εμείς ως και στη Γιουροβίζιον. Ξεχείλισε το κέρας της Αμάλθειας. Τα σούσι θα βαφτίζουμε μέσα σε μολτ ουίσκι. Σουσίτια και παφ και πουφ τα πούρα στον οίκο των μικροαστών. Ο γείτονας με διακοποδάνειο στην άδειά του στο Μπαλί θα πάει… λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στην Παράβασή του και συνεχίζει: Ηταν σκληρός σκληρότατος ο δρόμος μέχρι τώρα. Πόλεμοι κι εμφύλιοι, χούντα και ματζιριά, με τραγούδια για τη φτώχεια και τη λευτεριά. Μα τώρα δικαιώνεσαι, ανοίγονται προοπτικές και μεζονέτες χτίζονται, δυο τζάκια η καθεμία και όλοι με τζιπ αγέρωχα, το πώς φιλούσε υπέροχα εκείνος ο Ιούδας, στις πλαζ τις μυκονιάτικες από τα ναρκωτικά του ήλιου σωριασμένοι στην άμμο, μπεστ σέλερ θα διαβάζουμε γυμνοί κι ηλιοκαμένοι.
Ο κόσμος εξαϋλώνεται, το μέλλον έχει φύγει, τους τεύκτονες αφήστε τους να φτιάχνουνε μπουλόνια. Εμείς αυτό που είμαστε θα είμαστε για πάντα. Με το δημόσιο πλάι μας κι άλλοι θα μας πληρώνουν. Αυτό είναι το δίλημμα. Το φλας της νέας Ελλάδας σε όλο τον κόσμο ας απλωθεί κι Αγγελος Εξάγγελος εγώ το μεταφέρω. Πλουτοκράτες όλων των χωρών ενωθείτε. Ζήστε τον μύθο, Ελληνες. Θα γίνουμε όλοι πλούσιοι.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Κι εσείς γιατί με πιστεύετε; Δεν βλέπετε τριγύρω; Μα δεν κοιτάτε μέσα σας;
Τα νέα που σας έφερα και χάιδεψαν τ’ αυτιά απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια. Εγώ για την αγάπη σας και για την εύνοιά σας, τα προσπερνούσα μερικά. Σας έλεγα τα ωραία. Μα κι όταν πήγα να σας πω τα πράγματα όπως είναι, να γράψω στίχους για όλα αυτά που μέσα μου φοβάμαι ότι θα έρθουν, κανένας δε με πίστεψε. Μου ρίξαν πέτρες. Ποιος θέλει μες στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;
Κανείς δεν θέλησε να δει ότι με χρήμα δανεικό από τον Πέρση βασιλιά θα καταντούσαν οι Ελληνες ικέτες μες στα Σούσα με υποπόδια των βαρβάρων. Οϊμέ γλυκοφαγώματα, πικροχεσίματα. Αυτός ο πλούτος θα μας καταστρέψει. Ετσι και ξαναβρεί το φως του θα χάσουμε εμείς το δικό μας.
Τα δόντια μας θα αλέθουν την τροφή και πάλι θα πεινάμε. Θα πίνουμε και δεν θα ξεδιψάμε. Και την υπέρτατη χαρά, αυτήν της δημιουργίας που σαν κι αυτήν πιο συναρπαστική στον κόσμο δεν θα βρούμε, εμείς δεν θα τη ζούμε; Αν η ζωή είναι αυτοσκοπός, αν είναι ο βίος φιλοτομάρι, πώς να μη γίνουμε αρκούδες εμείς κι ο πλούτος αρκουδιάρης…
Το φινάλε
Χωρίς το δεκανίκι εμφανίστηκε στην τελευταία σκηνή της παράστασης ο Διονύσης Σαββόπουλος, για να ακολουθήσει η εξής στιχομυθία με την Πενία: «Τι έγινε το δεκανίκι, κύριε Νιόνιο; «Κόλπο ήταν μήπως βγάλω κι εγώ αναπηρική σύνταξη», η απάντηση. «Μήπως και ο Πλούτος ήταν τυφλός σαν τους τυφλούς της Ζακύνθου;» του ανταπαντά εκείνη. «Πλούτη ουρανοκατέβατα μπορεί να είναι κατάρα» είναι το ηθικό δίδαγμα όπως το εκφράζει μέσα από τα λόγια του. Η Πενία, με αναμμένη δάδα, σχολιάζει στο ίδιο μήκος κύματος: «Εάν δε σας φτάνει το σωστό, το δίκαιο και το μέτρο, ο ένας θα τρώει τον άλλον».