Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

THE ROAD NOT TAKEN - A POEM BY ROBERT FROST - Dedicated to the Greek Elections of January 2015


'THE ROAD NOT TAKEN ' and the Greek Elections of January 2015

when a poem by Robert Frost draws the portrait of the nowadays European Community 




   Written in the 1920s, the poem 'The Road not Taken' is a poem about two roads and a man standing in front of them. Having spent my last months within the national elections fever and finding myself within the turmoil of all the predictions regarding the future of the Greek nation within the European community, I have come across this poem which has always appealed to me. 

    If I was offered the possibility to find a literary color to paint the present situation of the Greek nation and the Greek country nowadays, The Road not Taken would be this color. I am not a politician and I have never been involved in any kind of political activities other than participating in my country's elections. And the truth is that never before can I remember myself to have been so tremendously troubled than in the recent elections of January 2015. The reason is as simple as that. I found myself feeling like the man of Robert Frost's poem. Standing in front of two roads, I am looking at each one feeling incapable to predict my satisfaction on my choice. 

    But the poet has stood up and has let his voice speak loud and clear. The traveler of the poem stands before two roads and he seems not to have got the slightest idea on which road to pick so that he can go on with his journey. The whole procedure of looking for the right answer in himself, is depicted in the following stanzas of the poem. ‘And he looked down, one as far as I could / To where it bent in the undergrowth / Then took the other, as just as fair / And having perhaps the better claim…’ writes Frost in his second stanza.

   The reader witnesses the traveler’s dilemma for real. Both roads are so alike. They are similar so there is really no way to make the right or wrong choice. The reader gets the impression that one road must be chosen so one is chosen just by luck. Both roads opening their paths in front of the narrator seem equally worn, since ‘Though as for that, the passing there / Had worn them really about the same / And both that morning equally lay / In leaves no step had trodden black.’So the narrator chooses one of the two roads appearing exactly the same and reaches his last years of life in the last stanza where he shares a kind of confession with his readers. ‘ I shall be telling this with a sigh / Somewhere ages and ages hence / Two roads diverged in a wood and I - / I took the one less traveled by / And that has made all the difference.’


   So the narrator shares his personal truth. He will say that the road he chose was the less traveled by. This is something he will say with a sigh. Why? Because he really does not know whether or not he should have chosen another path. 

   It seems that Frost aims at raising the question which still remains unanswered. When people are asked to choose their paths, what is the most crucial factor affecting their choices? And the most important question lies in one’s choice is what would have happened differently if one had chosen something else than what he first chose.
   

  The narrator of the poem seems to feel puzzled and not be able to give an answer to this question. He probably wants to say that the journey of one’s life is in a way predestined by factors which are not and cannot be predestined by humans. There is this mystery in human life predefined by mysterious forces like fate and luck. There is even lots to be said in the field of how free one is to choose paths and routes in his / her life. According to the narrator there is really no need in feeling remorse for our choices, in feeling that if one path had been chosen differently things would have come out different.
   
The narrator seems to believe that either way the painful truth remains. No one can ever know for sure what his / her life would be like if chosen differently. It could be better or it could be worse. But there is always a sigh when looking back in life. There is this sigh as a means of defending against the possibility that one failed because he chose this particular path and not the other.
  
One way or the other the journey in life remains the same in terms of entailing equal difficulties, failures, and / or successes. This is what the journey in life is according to Frost.

Could this be the meaning of the Greeks' choice in these recent elections? Could this choice of theirs be their answer to the increasing troubling question on what Europe's future is when no free choices exist other than the imposed ones? Could it just be the expression of their grief since they have come to the realization that neither they nor the others equal members of their European team have realized that they have lost their energy trying to find the correct choice, the correct path without having spent even a fraction of a second on paving their common paths? 

Poetry may be the solution to drawing and painting the feelings. But actions following common wishes for common welfare and common drawing of paths is the solution to the dead- end of a trembling Europe who tries to balance on the non-balance of the increasing gap between the weakest and the most powerful ones .... maybe.... 








Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Όταν οι Καρυάτιδες χάνουν τον τόνο τους...



«Αι Καρυάτιδαι», ουσιαστικό θηλυκού γένους, τρίτης κλίσης, προέκυψε από την ανάγκη της ομιλούσας τότε κοινότητας να αποδώσει ένα χαρακτηρισμό στις ιέρειες της θεάς Άρτεμης ή αρχαιοελληνιστί «Αρτέμιδος». Η Άρτεμις, δίδυμη αδερφή του θεού Απόλλωνα, θεά του κυνηγιού και της φύσης, συγκέντρωνε το θαυμασμό και τη λατρεία του αγροτικού κυρίως πληθυσμού. Ένας από τους πιο ξακουστούς στην Αρχαία Ελλάδα τόπους λατρείας της ήταν το ιερό της στις σημερινές Καριές. «Αι Καρυαί» που βυθίστηκαν στον ωκεανό της Νεοελληνικής απλοποίησης και το «υ» «εξέπεσε» (για να δανειστούμε το δόκιμο γλωσσολογικό όρο) στο απλούστερο «ι».
Οι νεαρές κοπέλες που επιλέγονταν να τιμούν τη θεά εκτελώντας τις λατρευτικές τελετουργίες προς τιμή τους, κατάγονταν κατά βάση από τη Λακωνία, αν και η εντοπιότητα δεν αποτελούσε βασικό κριτήριο επιλογής τους. Ήταν η ομορφιά τους και η λυγερή κορμοστασιά τους, σε συνδυασμό με την προσωπική τους επιλογή να αφιερώσουν τα νιάτα τους στη λατρεία της πεισματικά εργένιδος θεάς, τα εχχέγυα που άνοιγαν την πόρτα του ιερού. Όπως ήταν φυσικό οι λυγερόκορμες παρθένες κόρες – ιέρειες ταυτίστηκαν στη συνείδηση του αρχαιοελληνικού κόσμου με την έννοια της ομορφιάς και της αφοσίωσης. Σταδιακά ο χαρακτηρισμός τους «Καρυάτιδες» που σηματοδοτούσε την ταυτότητά τους, μετετράπη σε σύμβολο της αιώνιας ομορφιάς, της αγνότητας και της πιστής αφοσίωσης. Γι’αυτό και οι αρχιτέκτονες ανά την Ελλάδα παράγγελναν στους γλύπτες μαρμάρινες Καρυάτιδες με τις οποίες αντικαθιστούσαν τους κίονες στην είσοδο ναών ή άλλων μνημείων. Κάπως έτσι οι Καρυάτιδες βρέθηκαν κάποια στιγμή να κοσμούν την είσοδο σε τάφους, συμβολίζοντας την ιερότητα και την αναγκαιότητα τήρησης αυτής της ιερότητας στην τελευταία κατοικία των θνητών, πριν εισέλθουν στο αιώνιο βασίλειο του Άδη. Ένα τέτοιο ζευγάρι Καρυάτιδων βρέθηκε και στον τάφο της Αμφίπολης, ενισχύοντας φυσικά την πεποίθηση ότι ο τάφος ανήκει σε κάποια σπουδαία προσωπικότητα, της οποίας η τελευταία κατοικία όφειλε να φυλαχτεί από κακόβουλες ενέργειες σύλλησης ή οιουδήποτε έτερου βανδαλισμού. Μα το δημοσιογραφικό δαιμόνιο ξύπνησε παράλληλα με το δαιμόνιο της ανασκαφής και έθεσε το ερώτημα: Ο τόνος πού είναι σωστό να πάει; Λέμε «των Καρυάτιδων», «των Καρυατίδων» ή «των Καρυατιδών»; Η αλήθεια είναι ότι η γενική πληθυντικού των θηλυκών ονομάτων αποτελούσε πάντα μήλο της έριδος ανάμεσα σε γλωσσολόγους και φιλολόγους, ενώ για τους μαθητές ήταν σταθερός εφιάλτης. Αν ακολουθηθεί η πεπατημένη γραμματική οδός, τότε ο τόνος στη γενική πρέπει κανονικά να κατέβει και να υιοθετηθεί η γενική «των Καρυατίδων» κατά «των ελπίδων». Μα αν πάλι ληφθεί υπόψη ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε ως χαρακτηρισμός και έτσι αυτομάτως μετετράπη σε επίθετο, τότε η γραμματική προβλέπει ότι στα επίθετα ο τόνος δεν κατεβαίνει απαραιτήτως στην παραλήγουσα στη γενική πληθυντικού.

Η γλώσσα ορίζει ότι «σωστό» είναι αυτό που «υιοθετείται» από την ομιλούσα κοινότητα. Με την προϋπόθεση όμως ότι ο σεβασμός σε κάθε ζωντανό γλωσσικό κύτταρο και στην ιστορία του καλλιεργείται και τηρείται με πίστη και αφοσίωση. Εξ αφορμής λοιπόν αυτού του «γραμματικού πυρετού» που υπέπεσε στην αντίληψή μου τις τελευταίες ημέρες, έρχομαι να θέσω ένα άλλο ερώτημα: Πόσο έτοιμοι είμαστε να σεβαστούμε τα ευρήματα της ταφικής ανασκαφής της Αμφίπολης μόλις ολοκληρωθούν; Εύχομαι ένας παρεμφερής πυρετός να κυριεύσει τους έχοντας την ευθύνη να τηρηθεί ο πρέπων σεβασμός και η πρέπουσα απόδοση τιμής. 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Επιστρέφοντας...

Επιστρέφοντας...
Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Οδυσσέας προτίμησε να δει τον καπνό να βγαίνει από την καμινάδα του πατρικού του έναντι του δώρου της αιώνιας ζωής που του προσέφερε η Νύμφη Καλυψώ. Φυλακισμένος στην πολυτέλεια της ζωής στο νησί της, πολλές ήταν οι φορές που κατέφευγε στην παρηγοριά της απέραντης θέας του πελάγους. Ένιωθε πως αγναντεύοντας τη θάλασσα, ερχόταν λίγο πιο κοντά στο νησί του. Και όταν έφθασε η στιγμή που οι Ολύμπιοι Θεοί αποφάσισαν να του χαρίσουν το δικαίωμα της επιλογής, δεν δίστασε ούτε στιγμή. Η επιστροφή στην Ιθάκη του ήταν αυτό που αδιαμφισβήτητα ποθούσε. Ο νόστος του ήταν το νόημα του πολύχρονου αγώνα του. Ήξερε πού ήθελε να πάει και γιατί. Ευτυχισμένος ο περιπλανητής που γνωρίζει τον τελικό του προορισμό... Γιατί ακόμα και αν αλλάξει η πυξίδα του προσανατολισμό, ποτέ δε θα απωλέσει την ηθική ικανοποίηση της αρχικής του γνώσης, της πρώτης του σιγουριάς.
Ο Οδυσσέας του σήμερα όμως έχει αλλάξει. Όχι μόνο γιατί δε φυλακίζεται πια από μία παρά από πολλές Νύμφες, αλλά κυρίως γιατί η χαρά του νόστου του απειλείται. 




Δεν προλαβαίνει να τη βιώσει. Ενώ το φθινόπωρο ταυτίζεται με την έννοια της επιστροφής στα πεπατημένα, στα νέα που θέλουμε να δοκιμάσουμε και να πειραματιστούμε, στα παλιά που αγαπάμε ή που θέλουμε να αλλάξουμε, δε μάς γεμίζει τόσο με χαρά όσο με άγχος... Μου έχει τόσο λείψει ο νόστος μου... και τον αποζητώ... μέσα από τις σκέψεις μου που μοιράζομαι μαζί σας, μέσα από τα αντιηλιακά που απομένουν επιμελώς ξεχασμένα στη βεράντα, μέσα από τη μυρωδιά του διάφανου αυτοκόλλητου που θα ντύσει τα βιβλία των παιδιών μου... τον αποζητώ μέσα από όσα θέλω να ξαναβρώ και μέσα από όλα όσα ονειρεύομαι να αλλάξω... επιστρέφοντας λοιπόν τον καλωσορίζω και τον μοιράζομαι μαζί σας...

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

To Tάμα - Ποίημα

Το Τάμα

Τάζουμε τη ζωή μας
χωρίς ενδοιασμό
σε ‘τέχνες’ άχαρες, ή μάλλον τεχνικές

Τάζουμε τη ζωή μας
χωρίς σκέψη, χωρίς πάθος, χωρίς ιδανικό
στον τρόπο να μάθουμε να επιβιώνουμε και καλά ‘επιτυχώς’

Τάζουμε τη ζωή μας σε σκοτεινό,
χωρίς το φως της ιδέας της υψηλής, σκοπό

Τάζουμε τη ζωή μας και περιμένουμε ….
να δούμε τις μορφές των άλλων γύρω μας,
που μοιράζονται το ίδιο με μας τάμα,
να αποκτούν βλέμμα φωτεινό,
χαμόγελο χρωματιστό, ψυχή….

Γιατί μόνο έτσι ίσως βρούμε μια χαραμάδα φωτός
στο τάμα μας το σκοτεινό….


Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Κάθε λαός ....

Κάθε λαός είναι μια ενεργή, σκεπτόμενη ομάδα που βρίσκεται σε αλλεπάλληλες αληλλεπιδράσεις με άλλους λαούς. Κάθε λαός είναι μια μίξη. Μίξη παράδοσης, ιστορίας, παρόντος και παρελθόντος, ελπίδας, απογοήτευσης, ονείρων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα και πραγματικότητας.
Κάθε λαός είναι ένα αποτύπωμα στον ιστορικό χάρτη της ανθρωπότητας. Μα πάνω από όλα, κάθε λαός είναι ένα κομμάτι του παζλ που λέγεται «κόσμος μας». Και ο κόσμος μας είναι ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Μία ψηφίδα αντιστοιχεί σε μία, μοναδική εθνικότητα.  Και το παγκόσμιο υφαντό νοείται ως η αρμονική συνύπαρξη όλων των ψηφίδων.
Μία απόπειρα αρμονικής συνύπαρξης και κοινής, συλλογικής δημιουργίας είναι και η έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι σε κάθε εκλογή των μελών του Ευρωκοινοβουλίου, οι πολίτες κάθε χώρας καλούνται να υπηρετήσουν την ιδιότητά τους ως πολίτες μίας ευρύτερης πολυπολιτισμικής ομάδας. Κάπου στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ο Πλάτωνας θέλοντας να τονίσει την ευθύνη που οφείλει να χαρακτηρίζει και να συνοδεύει την προσωπικότητα κάθε ενεργού πολίτη, είχε πει ότι «Όσοι αδιαφορούν για τα κοινά είναι καταδικασμένοι να εξουσιάζονται πάντα από ανθρώπους κατώτερούς τους».  «Κάθε λαός είναι άξιος των ανθρώπων που τον κυβερνούν. Κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από εκείνους που εσφαλμένα πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι.». Πλάτωνας 427-347π.Χ.
σίγουρα η πλειονότητα των πολιτών δεν αδιαφόρησε και σίγουρα ο θυμόσοφος όπως χαρακτηρίστηκε λαός από πολλούς πολιτικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες έδωσε ένα μήνυμα. 
Το σίγουρο όμως επίσης είναι ότι η πλειονότητα των σύγχρονων πολιτών δεν πάσχει τόσο από έλλειψη συνειδητοποίησης της ευθύνης όσο από κυριάρχηση από φόβο. Κάθε επιλογή γίνεται με υπευθυνότητα που συνυπαρχει με ένα φόβο. Φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι με τις επιλογές τους, για το πώς θα λειτουργήσουν οι επιλογές και για τον αν η ευθύνη τους ανελήφθη με τρόπο που θα αποδειχθεί ευεργετικός για το κοινό καλό. Θα μπορούσε κάποιος ίσως κιόλας να υποστηρίξει ότι ο κυρίαρχος φόβος του εκλογικού σώματος είναι πως η ελευθερία τους έχει ήδη χαθεί εδώ και πολύ, πάρα πολύ καιρό και ότι απλώς λειτουργούν μέσα σε μια ψευδαίσθηση ελπίδας πως μπορούν να την ανακτήσουν. Ίσως ο Πλάτωνας αν ζούσε σήμερα να θύμιζε σε όλους ότι η ελευθερία δε συγκατοικεί με το φόβο. Ας αρχίσουμε να νιώθουμε εξοικειωμένοι με τις επιλογές μας και την ευθύνη που κουβαλούν χωρίς να στρουθοκαμηλίζουμε και ας θυμηθούμε ότι το βασικότερο όλων είναι η αποδοχή της εκάστοτε επιλογής μας και η διαχείρισή της. 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Η ψήφος και ο ψόφος


«Η ψήφος και ο ‘ψόφος’ ...»


Οι εκλογές έφτασαν και άσχετα με το πόσοι τελικά θα τιμήσουν με την ψήφο τους την εκλογική διαδικασία, το σίγουρο είναι ότι αρκετοί, ίσως ακόμη περισσότεροι από αυτούς που θα εμφανιστούν τελικά στην κάλπη, θα περάσουν λίγη ώρα καθισμένοι στον καναπέ τους, απηυδισμένοι μεν από την όλη πολιτικολογία αλλά ετοιμοπόλεμοι για λεκτικές αψιμαχίες που κάπως θα καταφέρουν να ‘διασκεδάσουν’ την ανία και σταθερά εμφανιζόμενη κούρασή τους.
Το ιδανικό του ενεργού πολίτη βέβαια απαιτεί την ενεργή συμμετοχή και δήλωση της ψήφου και όχι μόνο τη θέαση των δρώμενων εκ του καναπέως. Μα το ιδανικό του ενεργού πολίτη ολισθαίνει στις συσωρευμένες απογοητεύσεις όπως ολισθαίνει και υποφέρει και η ίδια η λέξη στα στόματα των κυριευμένων από βιάση και πολιτική ζέση ομιλητών. Εκεί λοιπόν που κάθεται ο ετοιμοπόλεμος για τις λεκτικές αψιμαχίες θεατής, έτοιμος να απολαύσει τις κοκορομαχίες των τηλεοπτικών παραθύρων, τσουπ έρχεται το γλωσικό ολίσθημα, το lapsus linguae όπως έλεγαν και οι Λατίνοι –ακριβής μετάφραση «ολίσθημα της γλώσσας» - και ο θεατής βομβαρδίζεται με την αρσενικοποίηση του όρου. «Διεκδικούμε ‘τον ψήφο’ του πολίτη του αύριο», λένε οι υποψήφιοι. Και η ψήφος γίνεται ο ψήφος. Και κανείς δεν αντιδρά. Ψόφος και καταχνιά πέφτει ολόγυρα από το γλωσσικό ολίσθημα. Και κανείς δεν το προσέχει ιδιαίτερα. Αγωνιά να δει την απάντηση του καθισμένου δίπλα ή απέναντι, πολιτικού αντιπάλου. Έτσι και αλλιώς τι σημασία έχουν τα γένη; Ζούμε πια σε μια εποχή που μάλλον δείχνει να προτιμά την ανάμειξη των γενών. Άραγε και των γενεών; Ναι, ίσως και των γενεών. Γιατί η αλήθεια είναι αγαπητοί μου ψηφοφόροι ότι υπάρχει μια κινητικότητα μεταξύ των γενεών. Νέα παιδιά τάσσονται υποστηρικτές της παλαιάς μορφής πολιτικής ιδεολογίας, ενώ εκπρόσωποι της παλιότερης γενιάς με συντηρητικές πάντα απόψεις, ξάφνου ξυπνούν και αποφασίζουν να ταχθούν στο πλάι της νέας επερχόμενης γενιάς της αλλαγής. Μια τρέλα και ένα μπέρδεμα δηλαδή. Μεγάλης έκτασης ανάμειξη και τα πολιτικά ιδεώδη και στεγανά χαλαρώνουν τους μεντεσέδες της πόρτας τους. Όποιος θέλει, όπου θέλει, χρίζεται αυτομάτως υποψήφιος. Είτε από δική του υπαιτιότητα είτε ως μέρος του εκλογικού τρικ και κόλπου έλξης ψηφοφόρων. Χρίζουμε και έναν άλλον ως υποψήφιό μας και μέχρι να καταλάβει τι του έχει συμβεί και πώς έχει καπηλευτεί το όνομά του, οι εκλογές θα έχουν τελειώσει.
Ίσως τελικά η ψήφος δεν ολιθαίνει τυχαίως λεκτικά στον ψόφο. Ο λαός λέει ότι κάνει «ψόφο» όταν θέλει να δώσει έμφαση στο έντονο κρύο, στους κακοτράχηλους χειμώνες και στην αγριάδα της φύσης. Μα πώς άραγε το εκλογικό τοπίο του σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ηλιόλουστο με έλλειψη αέρηδων, χωρίς ξηρασία, με ανυδρία και χωρίς νέα άνθη;

Πώς η ψήφος φέτος θα γλιτώσει την μετάλλαξή της σε ψόφο;


Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

«Όταν ένα ‘ι’ αλλάζει σε ‘η’»...

«Όταν ένα ‘ι’ αλλάζει σε ‘η’»
                                                περί "Γουδιού" ή "Γουδηού"  ο λόγος;;;

Ένας από τους μύθους που συντροφεύουν τους έχοντες την ιδιότητα του φιλολόγου είναι η εικόνα τους να περνούν ατελείωτες ώρες μπροστά σε λεξικά ή σε βιβλία γλωσσολογίας ψάχνοντας να βρουν τις μυστηριώδεις αποσκευές κάθε λέξης, την ιστορία της. Εγώ πάλι ενώ μαγεύομαι όταν τις ακούω, τις ξαναθυμάμαι ή τις ανακαλύπτω, ανήκω σε αυτούς θα ανατρέξω στη βοήθεια ενός λεξικού πρωτίστως λόγω μιας ερώτησης που θα μου ζητήσει τη σιγουριά της επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Η σημερινή αναζήτηση ξεκίνησε κάπως έτσι. Πίνοντας τον καφέ μου γίνομαι μάρτυρας συνομιλίας μαμάς και παιδιού. Τα σχολεία αναμένονται να ανοίξουν οπότε καιρός είναι να τελειώσουν αυτό το ρημαδιασμένο βιβλίο των καλοκαιρινών διακοπών. Τσουπ την ώρα που σηκώνω την αχνιστή μου κούπα αρχίζει δίπλα μου η κατσάδα του αγωνιώδη γονιού.
-Καλά το μυαλό σου πού είναι;;; Πόσες φορές πρέπει να το πούμε; Όταν έχεις «το» μπροστά τα γράφεις όλα με ‘ι’ στο τέλος. Όλα ανεξαιρέτως εκτός βέβαια από τις εξαιρέσεις...
-«Είσαι άδικη. Λες ψέματα. Ψέματα.» πετάγεται ο/η εκπρόσωπος της μαθητιώσας νεολαίας. Και η γειτονιά μας γιατί γράφεται με ‘η’; Ε, μου λες;

Σιωπή. Στήλη άλατος η μαμά και εμένα με τρώει η περιέργεια...ποια είναι η περιοχή; «Γουδί παρακαλώ» ακούς την εντολή στο ταξί που τους παίρνει άρον άρον και έρχεται αυτή η άλλη απορία.

Περί Γουδιού ή Γουδηού ο λόγος; Γιατί για όσους δεν το έχετε παρατηρήσει να σάς διαφωτίσω. Το Γουδί έχασε κάποια στιγμή το ‘ι’ του και απέκτησε ένα ‘η’ στις ταμπέλες του τόοοσο μεγάλο. Και μένεις με την απορία, φιλόλογος ή όχι, πώς γίνεται αυτό;

Άνοιξα το λεξικό και ανέτρεξα και στις γλωσσολογικές μου πηγές. Λοιπόν ξαναθυμήθηκα ότι οι περισσότερες γειτονιές της Αττικής απέκτησαν προσωνύμια από τις οικογένειες που κατείχαν την πλειονότητα των κτημάτων. Κάποτε δηλαδή έλεγαν «στου Γαλάτση», «στου Βαρυμπό(μ)πη», «στου Γουδή» (ναι ναι υπήρχε μεσαιωνική οικογένεια με επίθετο Γουδή). Κάποτε, γιατί κάποια στιγμή οι κάτοικοι άρχισαν να λένε «μένω στο/στη» και «όχι μένω στου». Και έτσι φυσικά η γλώσσα προσαρμόστηκε στις ανάγκες των εκφραστών της, πέταξε το ‘η’ και το έκανε ‘ι’.

Η γλώσσα το έκανε μα οι υπεύθυνοι για τις ταμπέλες με τα προσωνύμια δεν το έκαναν. Και αυτό το ‘η’ που έγινε ‘ι’ πολύ με προβλημάτισε. Όχι γιατί έγινε αλλά για το τι γίνεται αφότου έγινε. Αν για κάθε αλλαγή που επιβάλλεται από τις επιταγές της εποχής της μένουμε κολλημένοι στο πριν, πόσα πέρα δώθε η-ι και ι-η μάς περιμένουν;

Αν ένα προσωνύμιο παραμένει γραμμένο με λάθος τρόπο παραπλανώντας τα παιδικά μυαλά τότε το γίνεται με την καθεστηκυία τάξη που πρέπει πια να αποδεχτεί την ανάγκη της αλλαγής της;

Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι. Μα ξέρω ότι η κορυφή του βουνού κατακτιέται τελευταία. Και στους πρόποδες του είναι όλες αυτές οι μικρές ατομικές αλλαγές που πρέπει, αν αποδειχτούν από το κοινό αίσθημα αναγκαίες, αν μη τι άλλο να γίνουν συνείδηση. Αυτές οι μικρές αλλαγές θα ανοίξουν το δρόμο για τις μεγάλες ουσιαστικές. Αλλιώς έτσι θα είναι αν έτσι νομίζουμε...δε νομίζετε;